Είναι αλήθεια ότι η εποχή μας αδικεί μια μεγάλη ευλογία που έχει δώσει ο Θεός: την ευλογία των εντολών. Θεωρεί ότι η τήρηση των εντολών αποτελεί μια μηχανική, επιφανειακή ηθική και ότι ο λόγος περί τηρήσεως των εντολών είναι μια ηθικολογία που προάγει τον ευσεβισμό.
Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Αν προσέξουμε, θα δούμε ότι και το Ευαγγέλιο και η πατερική γραμματολογία και η εμπειρία της Εκκλησίας είναι γεμάτα από προτροπές για την τήρηση των εντολών και προσδιορίζουν την αγιότητα – μεταξύ άλλων – και ως έκφραση της τηρήσεως των εντολών· “ἐάν ἀγαπᾶτέ με, τάς εντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε”, λέει ο ίδιος ο Κύριος. Η προσπάθεια τηρήσεως των εντολών μάς μεταφέρει από την αμφιβολία και τους επικίνδυνους ακροβατισμούς των “βιωμάτων”, στην πραγματικότητα των αδυναμιών μας.
Διαβάζουμε συχνά ένα βιβλίο, κάνουμε μια ωραία συζήτηση, μιλάμε για τον πλατυσμό της καρδιάς, για τις αναρριχήσεις του νοός, για τις πνευματικές αναβάσεις, και μετά από λίγο μας διακόπτει ο άντρας ή η γυναίκα μας στο σπίτι και αντιδρούμε με ένταση και εκνευρισμό. Τί έννοια έχουν τότε όλες αυτές οι συζητήσεις; Κρατάμε το κομποσκοίνι στο χέρι, τηρούμε ίσως τις νηστείες, επειδή έτσι μάθαμε, αλλά δεν μπορούμε να τηρήσουμε τις εντολές της αγάπης, της υπομονής, της αμοιβαίας ανοχής, της συγχωρητικότητας. Και παρατηρείται το εξής φαινόμενο: Ενώ εμφανιζόμαστε με μια μοναχικού χαρακτήρα παραδοσιακότητα, είμαστε πολύ σκληρόκαρδοι άνθρωποι. Αυτό που μαλακώνει την ψυχή σαν σφυρί που τη χτυπάει, είναι οι εντολές και ο αγώνας τους.
Οι εντολές υπάρχουν για δύο λόγους: Πρώτον, για να μας ταπεινώνουν και δεύτερον, για να μας δείχνουν την πορεία μας.
Πόσο αγώνα έχει μία εντολή! Πόση προσπάθεια! Είναι πιο εύκολο να διαβάσουμε ένα κομμάτι από τη ΦΙλοκαλία ή τα ασκητικά του Αββά Ισαάκ, να νομίσουμε ότι το καταλάβαμε και να αισθανθούμε ότι φτάσαμε σε μία δήθεν “πνευματική κατάσταση”, από το να προσπαθήσουμε να μην πούμε ένα ψέμα από αυτά που αποκαλούμε συμβατικά ψέματα. Βλέπουμε λοιπόν, ότι όταν προσπαθούμε να τηρήσουμε τις εντολές δυσκολευόμαστε πολύ. Κι έτσι, ταπεινωνόμαστε ενώπιόν τους.
Οι εντολές όμως, πέρα από το γεγονός ότι μας ταπεινώνουν, λειτουργούν και ως οδοδείκτες στην πορεία μας. Βλέπει κανείς πολλές φορές στους ορεινούς δρόμους να υπάρχουν στα δεξιά και αριστερά της ασφάλτου, πάσσαλοι με φθορίζουσα ύλη πάνω τους, ώστε να δείχνουν το δρόμο, όταν αυτός καλύπτεται από τα χιόνια. Το ίδιο κάνουν κι οι εντολές· μάς δείχνουν πού πορευόμαστε. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό να αναζητήσει κανείς, με τη συμπαράσταση του πνευματικού του, να προσδιορίσει τις εντολές για τις οποίες πρέπει να αγωνιστεί στη ζωή του. Με αυτό τον τρόπο μαθητεύει συνεχώς στο συγκεκριμένο αγώνα του. Δεν δικαιολογεί εύκολα τον εαυτό του όταν δεν τα καταφέρνει, δεν αδιαφορεί. Στέκεται με τιμιότητα απέναντι στην αλήθεια. Έτσι, διακρίνει το δρόμο και την πορεία του, και στη συνέχεια ζητάει με την προσευχή του την ενέργεια του Θεού και την ευλογία Του, ώστε αν κάποια από τις εντολές μπορεί να μεταμορφωθεί σε εμπειρία προσωπική, αυτό να γίνει μόνο με τη χάρη του Θεού. Στην πνευματική ζωή, οι αρετές δεν αποτελούν κατάκτηση ή επίτευγμα, αλλά δώρο Θεού και καρπό Αγίου Πνεύματος. Σε μας ανήκει η συναίνεση και η εμπιστοσύνη στη χάρη Του.