Το θέμα φαίνεται οξύμωρο, αφού η Μεγάλη Σαρακοστή είναι συνδυασμένη με τη λύπη, την άσκηση, τη σιωπή, τη νηστεία. Αυτό δηλαδή που ονομάζουμε «πνευματικό πένθος».
Όμως, ξέρουμε πως υπάρχει και η άλλη λύπη, που φέρνει διάλυση των δυνάμεων,
απόγνωση κι απογοήτευση. Αυτή η «άλλη λύπη» έχει ως αιτία την αμαρτία και τα πάθη μας που ριζώνουν στο νου και στην καρδία. Ακόμα, πηγάζει από τις δύσκολες συνθήκες της ζωής μας, στην οικογένεια, στα οικονομικά και στο επάγγελμά μας. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις των προσωρινών ή μόνιμων δοκιμασιών που έρχονται απρόσμενα και αλλάζουν την πορεία της ζωής.
Η Μεγάλη Σαρακοστή μας αποκαλύπτει τη λύπη μέσα από το πρίσμα της εκκλησίας, δηλαδή «του ετέρως οράν τα πράγματα» (της διαφορετικής θεώρησης της ζωής).
Με τα λόγια που είπε ο Χριστός στους μαθητές Του, την τελευταία νύχτα για την αναχώρησή Του και το πάθος Του, «η λύπη πεπλήρωκεν την καρδία τους» (Ιω.16,6).
Η χαρά του Χριστού είναι πολύ μεγάλη. Περνά όμως μέσα από πολύ πόνο, είτε σωματικό είτε ψυχικό. Γιατί ο πόνος «καθαίρει» από τα περιττά, απ’ όσα μας εμποδίζουν να δούμε το φως, να χαρούμε τις δωρεές Του, να πετάξουμε …;
Η Μεγάλη Σαρακοστή, με τον τρόπο που μας καλεί η εκκλησία να τη ζήσουμε -δηλαδή τη νηστεία, την άσκηση, τη σιωπή, τις πολλές και μακρές Ακολουθίες- γίνεται οδός προς τη χαρά, την ουσιαστική, την εσωτερική, τη μένουσα χαρά.
Όσο θα ζούμε την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής ως περίοδο πνευματικής λύπης και πένθους, που εκφράζεται με τον πόνο γι’ αυτό που είμαστε και δεν θα έπρεπε ή γι’ αυτό που δεν είμαστε και θα έπρεπε ως τέκνα Θεού, τόσο η χαρά του Χριστού θα μας γεμίζει.
Τότε όλη η περίοδος θα χαρακτηρίζεται από το «χαροποιόν πένθος», τη «χαρμολύπη» των Αγίων, με αποκορύφωμα το Πάσχα, την εορτή των εορτών, όπου θ’ ακούμε συνεχώς ότι είναι «η ημέρα ήν εποίησεν ο Κύριος» γι’ αυτό «αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή».