Η Εκκλησία, με το θεσμό του πνευματικού πατέρα (εξομολόγου, αλλά και γενικά πνευματικού διδασκάλου, άντρα και γυναίκας), δεν εξαναγκάζει τον άνθρωπο σε μετάνοια, απλώς βρίσκεται εδώ για να βοηθήσει τον άνθρωπο, αν αυτός το θέλει, να θεραπευτεί από τα απίστευτα ψυχικά τραύματα που του προκαλεί η ασθένεια που ονομάζεται αμαρτία.
Μόνον όταν η Εκκλησία λειτουργεί ως θεραπευτήριο ψυχών, τότε είναι αληθινά ορθόδοξη Εκκλησία. Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι άνθρωποι που υποτίθεται ότι τη στελεχώνουν είναι οι ίδιοι ασθενείς και η Εκκλησία δε μπορεί να λειτουργήσει σωστά –δε θεραπεύει.
Γι’ αυτό σήμερα, που ο άνθρωπος νιώθει άρρωστος ψυχικά, είναι της μόδας τα διάφορα συστήματα ανατολικής θρησκευτικότητας (π.χ. ινδικής), αλλά και δυτικής (διάφορες προτεσταντικές ομάδες «χαρισματούχων»), που του υπόσχονται ότι θα τον βοηθήσουν να ξαναβρεί την ηρεμία του, τη γαλήνη, την ισορροπία, την αρμονία, την «ανώτερη συνειδητότητά του»… Μόνο που και τότε ακόμη, κατά την ορθόδοξη ανθρωπολογία, ο άνθρωπος δεν έχει θεραπευτεί, απλώς έχει πάρει ένα «παυσίπονο», που μπορεί να έχει και παρενέργειες γι’ αυτόν. Η θεραπεία που προτείνει η ορθοδοξία δεν είναι κάτι απ’ όλα αυτά, αλλά κάτι πολύ πιο πέρα: η θέωση.
Κάποια ανατολικά συστήματα διαλογισμού κ.τ.λ. μιλούν και για θέωση: «να βρει ο άνθρωπος τη θεϊκή σπίθα που έχει μέσα του, να πιστέψει στον εαυτό του, να κάνει θετικές σκέψεις, κι έτσι θα γίνει θεϊκός». Αντίθετα, για τους αγίους της ορθοδοξίας η θέωση δε μπορεί να πετύχει παρά με την ένωση αγάπης με τον Τριαδικό Θεό –που σημαίνει και ένωση αγάπης με όλα τα άλλα πλάσματα του κόσμου, αφού ο Τριαδικός Θεός είναι Θεός της Αγάπης. Αν ο άνθρωπος δεν ενωθεί με το Θεό, μπορεί να νομίζει ότι έχει γίνει θεός, αλλά στην πραγματικότητα παραμένει σε κατάσταση γήινη, άρα ασθενής.
Μπορεί να μην τους εμπιστευόμαστε παρά μόνο όταν κάνουμε βόλτα σε άλλα συστήματα. Εκεί μπορεί να νομίσουμε ότι θεραπευτήκαμε και να καθίσουμε για τα καλά, να μην ξαναπλησιάσουμε την ορθοδοξία. Μπορεί να θεωρήσουμε κατάσταση υγείας την αθεΐα, τη γνώση, την τέχνη, πνευματικές καταστάσεις που μας φαίνονται «τέλειες» ή να εξαπατηθούμε και να νομίσουμε ότι δεν υπάρχει τέλειο, άρα καλά είμαστε εδώ, ασθενείς, αλλά «φυσιολογικοί» (τότε δεν έχουμε σπουδάσει τους αγίους και δεν ξέρουμε τη δική τους φυσιολογική κατάσταση).
Μπορεί όμως να διαπιστώσουμε με πόνο ότι δεν βρήκαμε τη θεραπεία. Και τότε ακόμη, έστω κι αν είμαστε γέροι, έστω κι αν είμαστε ψυχικά και σωματικά ερείπια, ακόμη κι αν έχουμε κάνει κακό στον εαυτό μας και σε άλλους, δεν είναι αργά. Σας παρακαλώ να θυμάστε ότι δεν είναι αργά. Η θεραπεία –η μετάνοια και η αγάπη– είναι πάντα εδώ και μας περιμένει. Και είναι εύκολη. Ξεκινάει δύσκολα, γιατί πρέπει να «νεκρώσουμε» το μέχρι τώρα λανθασμένο τρόπο ζωής μας, αλλά είναι σα μητρικό χάδι, που δεν τιμωρεί, αλλά ξεκουράζει. Η αμαρτία τιμωρεί, όχι η αγάπη –και ο Θεός είναι η αγάπη.
Αμαρτωλός δηλαδή είναι εκείνος που δεν είναι φιλόθεος και φιλάνθρωπος αλλά φίλαυτος (αγαπά τον «εαυτό του»), φιλάργυρος, φιλήδονος, φιλόδοξος, φίλαρχος (αγαπά την εξουσία) κ.τ.λ., ακόμη και φιλόζωος («εγώ αγαπάω τα ζώα, αλλά όχι τους ανθρώπους» λένε κάποιοι, «γιατί οι άνθρωποι μ’ έχουν πληγώσει, ενώ τα ζώα ποτέ» –είναι προφανές ότι η στάση τους είναι αποτέλεσμα τραύματος, όχι υγείας).
Η αγάπη αυτή δεν τον ενώνει με τα όντα, αλλά προκαλεί διάσπαση ή, μάλλον, επιτείνει τη διάσπαση που προκλήθηκε στην αυγή της ιστορίας, με το προπατορικό αμάρτημα –που ήταν ακριβώς αυτού του είδους η αγάπη, η αγάπη του ανθρώπου προς τον (ειδωλοποιημένο) εαυτό του. Η κατάσταση αυτή της διάσπασης ονομάζεται «αμαρτία» (=σφάλμα) και θεωρείται από την ορθόδοξη πατερική παράδοση ασθένεια.
Οι μορφές αυτές αγάπης θεωρούνται πάθη και, όταν εισχωρήσουν βαθιά στην καρδιά, τη δεσμεύουν και εμποδίζουν το αυτεξούσιο να λειτουργήσει. Τότε ο άνθρωπος απαλλάσσεται απ’ αυτά με «συντριβή της καρδιάς», διαδικασία με την οποία βγαίνουν από την καρδιά του.
Ένα σύμπτωμα της αμαρτίας είναι και το ν’ αγαπά κάποιος την αρετή (την «ηθική») πιο πολύ από τον άνθρωπο, δηλαδή να μισεί ή να περιφρονεί τους ανήθικους –χωρίς να ξεχωρίζει τον άνθρωπο από την κακή πράξη ή τις κακές επιλογές του, ώστε να μισεί την κακία αλλά να αγαπά τον κακό. Φυσικά ο ίδιος βάζει τον εαυτό του στους «καλούς» ή, κάποιος άλλος, λέει ότι έτσι είναι η ζωή, «πρέπει να ’σαι κακός για να επιβιώσεις». Και πάλι, αγνοεί την επιβίωση των αληθινά υγιών, των αγίων.
Άλλο σύμπτωμα της αμαρτίας: το να περιορίζω την αγάπη μου μόνο στην οικογένειά μου και «στα συμφέροντα της οικογένειάς μου» και να μισώ τους «εχθρούς της οικογένειάς μου». Γι’ αυτό ο Χριστός είπε: «όποιος αγαπά τον πατέρα ή τη μητέρα ή τα παιδιά του πιο πολύ από μένα δεν είναι άξιός μου» (Ματθ. 10, 34-39), γιατί αυτή η αγάπη, και μάλιστα μετά από εκβιαστικές πιέσεις του οικογενειακού του περιβάλλοντος, μπορεί να τον εμποδίζει από την υγιή αγάπη όλων των ανθρώπων, που είναι η αγάπη του Χριστού (Επαναστατήσατε ή ακόμα; [Προσοχή: Εγώ ξέρω καλύτερα ή ο Χριστός; Εγώ αγαπάω πιο πολύ τους δικούς μου ή ο Χριστός;]).
Όποιοι εμφανίζουν στην καρδιά τους αυτά τα συμπτώματα, δηλαδή όλοι ώς ένα βαθμό, κατά την ορθοδοξία, πάσχουν από την ασθένεια που ονομάζεται «αμαρτία».
«ο Θεός δεν είναι φθονερός. Ο Θεός δεν είναι φίλαυτος ούτε φιλόδοξος. Αυτός ο Ίδιος ταπεινά και υπομονετικά αναζητεί κάθε άνθρωπο σε όλους τους δρόμους του. Γι’ αυτό μπορεί καθένας να γνωρίσει το Θεό σε αυτό ή σε εκείνο το μέτρο όχι μόνο μέσα στην Εκκλησία αλλά και έξω από αυτήν, αν και η τέλεια επίγνωση του Θεού χωρίς το Χριστό ή και έξω από τον Χριστό δεν είναι δυνατή (Ματθ. 11, 27). Έξω από τον Χριστό καμία πνευματική (μυστική) πείρα δεν δίνει στον άνθρωπο τη γνώση του Θείου Είναι ως της Μιας ακατάληπτης απόλυτης Αντικειμενικότητας σε Τρία ακατάληπτα απόλυτα Υποκείμενα, δηλαδή ως Τριάδα ομοούσια και αχώριστη. Εν Χριστώ όμως, αυτή η αποκάλυψη, αυτή η γνώση, γίνεται φως αιώνιας Ζωής, που ξεχύνεται σε όλες τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης» (π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2003, σελ. 242-243).
Επομένως μπορεί να σωθεί και ένας άνθρωπος που δεν εντάσσεται στην Εκκλησία, όμως η Εκκλησία είναι ο «ασφαλής δρόμος» (όχι ο «μόνος», αλλά ο «ασφαλής») που οδηγεί συνειδητά και με επίγνωση προς τη σωτηρία. Ωστόσο, ακατάλληλος δρόμος για τη σωτηρία είναι κάθε δρόμος που δε διδάσκει ταπείνωση και αγάπη.
Το να προχωρήσω από το πρώτο στάδιο στο δεύτερο ή από το δεύτερο στο τρίτο είναι πολύ δύσκολο. Πρέπει να πολεμήσω με τον εαυτό μου, τις συνήθειές μου, τα συμφέροντά μου ή αυτά που με κάνουν να «νιώθω όμορφα». Αυτός ο αγώνας μερικές φορές προκαλεί μεγάλη ψυχική οδύνη και αναστάτωση. Συχνά απογοητευόμαστε ή κλαίμε. Όμως δεν είμαστε μόνοι. Ο Θεός είναι πάντα κοντά μας. Η εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν δεν είναι μια ψεύτικη παρηγοριά, αλλά ένα αληθινό μέσο να προχωρήσουμε.
Η θεία Μετάληψη και γενικά η συμμετοχή στην εκκλησιαστική ζωή (νηστεία, εκκλησιασμό κ.τ.λ.) αποσκοπεί στο να ανοίξει η «καρδιά» του ανθρώπου και να δεχτεί τη χάρη του Θεού, που θα τον βοηθήσει να προχωρήσει. Γι’ αυτό η εκκλησιαστική ζωή θεωρείται απαραίτητη.
Οι εμπειρίες αυτού το σταδίου έρχονται και φεύγουν, αλλιώς ο άνθρωπος κινδυνεύει να τσακιστεί ή να νομίσει πως είναι ο Θεός (δηλ. θεός για τα άλλα πλάσματα της δημιουργίας). Μόνο μετά το θάνατο και κυρίως μετά την ανάσταση των νεκρών (όταν θα έχει ολοκληρωθεί η ενότητα όλων των πλασμάτων που θέλουν να συμμετάσχουν σ’ αυτή την ενότητα) η θέωση θα είναι πλήρης, μόνιμη και διαρκής κατάσταση.
Οι ασιατικές μέθοδοι (διαλογισμός κ.τ.λ.) δεν είναι κατάλληλες για να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην ένωση με το Θεό, γιατί άλλωστε δεν αποσκοπούν σε κάτι τέτοιο. Δεν προϋποθέτουν μετάνοια, που συχνά είναι οδυνηρή, αλλά προσπαθούν να αποφύγουν την οδύνη. Θέτουν τον άνθρωπο στο κέντρο της προσπάθειας και προσπαθούν να ανασύρουν από «τα βάθη του» τις «κρυμμένες δυνάμεις του» και να επιτύχουν «αυτοπραγμάτωση», «αρμονία», «ανώτερη συνειδητότητα». Όμως η θέωση δεν είναι κάτι που αρχίζει τόσο γλυκά. Χωρίς κάθοδο στον άδη, δεν υπάρχει ανάσταση.
[Σε φιλοσοφικό επίπεδο αυτό σημαίνει πως, αν το άπειρο είναι κομμάτι μας, τότε οποιαδήποτε “θέωσή μας”, δηλαδή ανάδειξη των δικών μας βαθύτερων δυνάμεων, μας αφήνει άτομα (όντα με υπαρκτικό κέντρο το Εγώ τους), ενώ, αν το άπειρο είναι ένα Άλλο Πρόσωπο (άπειρο πρόσωπο = θεός, και ένας μόνο άπειρος Θεός μπορεί να υπάρχει, αλλιώς δε θα ήταν άπειρος. Μόνο που, για μας, ο άπειρος Θεός είναι η ασύλληπτη σχέση αγάπης Τριών Προσώπων άπειρα αγαπητικών, που η άπειρη αγάπη Τους Τα ενοποιεί κι έτσι γίνονται Ένας Θεός), τότε η θέωσή μας μάς κάνει απείρως πρόσωπα (όντα με υπαρκτικό κέντρο ένα Άλλο πρόσωπο, το οποίο αγαπούν). Εννοείται πως τότε γινόμαστε κοινωνοί του απείρου, γι’ αυτό και η αγάπη μας διαχέεται σε όλα τα όντα, όπως η αγάπη του Θεού].
Το ίδιο ισχύει αν χρησιμοποιούμε την προσευχή ως «μέθοδο» ανάπτυξης των «δυνατοτήτων μας». Πιθανότατα:
«θ’ αρχίσουν τότε –να φυλάει ο Θεός– οι “οράσεις”, οι “χαρισματικές” επισκέψεις. Όλα θα πάνε σχετικά εύκολα, η αγρυπνία, η νοερά προσευχή, η εγκράτεια στην τροφή και, εν συντομία, η πορεία προς την τελειότητα», απατηλά όμως. «Ο εχθρός θα τον παρακινεί σε αγώνες που δεν ανταποκρίνονται στις δυνάμεις του και συνεχώς θα του ψιθυρίζει: δες αυτό, δες εκείνο να η χάρη, να η τελειότητα, να εκείνος ο γνόφος ή το φως ή η αλήθεια κ.ο.κ. Με αυτά λοιπόν θα τον οδηγήσει προς την ολοκληρωτική απώλεια, εισάγοντας στη θέση της αλήθειας την πλάνη ή γεμίζοντας το νου και την καρδιά του με οίηση (=εγωισμό) και θα τον κάνει ανίκανο να δεχτεί τη χάρη του Θεού, που είναι πάντοτε έτοιμη να μας επισκεφτεί… Ένα μόνο κατάλαβα, ότι δεν πρέπει ποτέ ο άνθρωπος να ορμά προς τα οράματα, προς τη θεωρία (=θέα του Θεού), προς τις υψηλές κατακτήσεις. Όλα αυτά είναι ο δρόμος της πλάνης… Μην επιθυμείτε οράματα, ακόμα και την ώρα των οραμάτων» (π. Σωφρόνιος, στο Αγώνας θεογνωσίας, κεφ. 13 – μετά θάνατον έκδοση της πολυκύμαντης αλληλογραφίας του με το Δαβίδ Μπάλφουρ, έναν Άγγλο ορθόδοξο).