Ἡ Ἁγία Δόμνα τοῦ Τόμσκ ἐγεννήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνος μ.Χ. ἀπὸ οἰκογένεια εὐγενῶν στὴ Ρωσία. Οἱ γονεῖς της ἀπέθαναν, ὅταν ἐκείνη ἦταν ἀκόμα μικρὸ παιδὶ καὶ ἔτσι ἔμεινε στὴ θεία της. Ἡ Δόμνα ἔλαβε ἄριστη μόρφωση καὶ ὁμιλοῦσε πολὺ καλὰ τὶς ξένες γλῶσσες. Ἦταν ὡραῖα κοπέλα καὶ εἶχε πολλοὺς θαυμαστὲς πρόθυμους νὰ τὴν νυμφευθοῦν.
Ὅμως ἡ Δόμνα ἤθελε νὰ παραμείνει ἀφιερωμένη στὸ Θεὸ καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸν ἡσυχαστικὸ βίο. Γι’ αὐτό, ὅταν ἔμαθε ὅτι οἱ συγγενεῖς της θέλουν νὰ τὴν παντρέψουν διὰ τῆς βίας, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ σπίτι. Ἐφόρεσε ἁπλὰ ἐνδύματα καὶ ἐπῆγε ὡς προσκυνήτρια στοὺς Ἁγίους Τόπους.
Χαρτιὰ ποὺ θὰ πιστοποιοῦσαν τὸ ποιὰ ἦταν δὲν εἶχε, γι’ αὐτὸ καὶ συνελήφθη ἀπὸ τὴν ἀστυνομία καὶ ἐκτοπίσθηκε στὴ Σιβηρία. Ἐκεῖ, στὴν πόλη Τόμσκ, ἐπῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ βιώσει τὸ ἀσκητικὸ στάδιο τῆς σαλότητος.
Ἡ Ἁγία Δόμνα δὲν εἶχε μόνιμη κατοικία. Συχνὰ περνοῦσε τὶς ἡμέρες καὶ τὶς νύκτες ἔξω στὸ δρόμο. Τὸ φόρεμά της ἀποτελεῖτο ἀπὸ κόμβους διαφόρων μεγεθῶν, ποὺ ἔκρυβαν τὸ σχεδὸν γυμνὸ σῶμά της. Ἐχρησιμοποιοῦσε τοὺς κόμβους σὰν κομποσχοίνι, κρύβοντας μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὶς συνεχεῖς προσευχές της.
Ὄταν κάποιοι πονόψυχοι ἄνθρωποι τῆς ἐδώριζαν ζεστὰ ροῦχα κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ χειμῶνος, ἐκείνη τὰ ἔπαιρνε, εὐχαριστοῦσε τὸν δωρητὴ καὶ ἀμέσως τὰ ἐμοίραζε σὲ πτωχούς, ἐνῷ ἡ ἴδια συνέχιζε νὰ ὑποφέρει ἀπὸ τὸ κρύο. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐκδήλωνε ἡ Δόμνα τὴν ἀγάπη της πρὸς τὸν κόσμο.
Γνωρίζοντας τὶς ἄθλιες συνθῆκες ἐπιβιώσεως τῶν κρατουμένων στὶς φυλακὲς τοῦ Τόμσκ, ἡ Ἁγία Δόμνα περιπατοῦσε δίπλα στὶς ἐγκαταστάσεις τῆς φυλακῆς καὶ ἐτραγουδοῦσε ἄσματα πνευματικοῦ περιεχομένου χωρὶς νὰ σκέπτεται ὅτι σὲ λίγο θὰ τὴν συνελάμβαναν λόγῳ διαταράξεως τῆς κοινῆς ἡσυχίας.
Ὅταν ἡ σύλληψη γινόταν γνωστή, ὁ κόσμος ἔφερνε στὴ φυλακὴ τρόφιμα γιὰ τὴν Ἁγία, τὴν ὁποία βαθιὰ ἐκτιμοῦσε. Ὅλα αὐτὰ ἐκείνη τὰ ἐμοίραζε σὲ κρατούμενους.
Θερμὰ καὶ ἀκούραστα προσευχόταν ἡ μακαρία στὸ ναὸ κρυφά, μακριὰ ἀπὸ τὰ βλέμματα τοῦ κόσμου. Ἐὰν ἔβλεπε ὅτι τὴν παρακολουθοῦν, ἀμέσως ἄλλαζε τὴν συμπεριφορά της καὶ παρίστανε τὴ σαλή: πηγαινοερχόταν μέσα στὴν ἐκκλησία, ὁμιλοῦσε μόνη της, ἔσβηνε τὰ κεριά…
Ἔτσι, μέσα ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς σαλότητος ἡ Ἁγία Δόμνα διατηροῦσε τὴν ἁγνότητά της, ἐσήκωσε τὸ βάρος τῆς ἑκουσίας πτωχείας της, ὑπέφερε τὴ ζέστη καὶ τὸ κρύο. Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς της ὁ Θεὸς τῆς προσέφερε τὸ χάρισμα τῆς διορατικότητος, τὸ ὁποῖο ἐχρησιμοποιοῦσε γιὰ τὴν πνευματικὴ ὠφέλεια τῶν πιστῶν.
Ἡ Ἁγία Δόμνα ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 16 Δεκεμβρίου 1872, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ γυναικεῖο μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου τῆς πόλεως Τόμσκ. Δίπλα στὸν τάφο της, ὁ ὁποῖος καταστράφηκε στὴ μετεπαναστατικὴ περίοδο, στὶς ἡμέρες μας, ἐκτίσθηκε ἕνα μικρὸ παρεκκλήσι.Ἡ μνήμη της τιμᾶται σήμερα, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως Πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Σιβηρίας.