Απόσπασμα από το “Αγάπη, ελευθερία και δουλεία στον απόστολο Παύλο” που ανέβασε αναγνώστης. Λέει:
Ελευθερία και δουλεία
Μετά την αγάπη, η επόμενη βασική έννοια στην ηθική σκέψη του Παύλου (δε λέω “ηθικό σύστημα”, γιατί δεν είχε τέτοιο, απλώς στοχαζόταν κάθε φορά πάνω στα ζητήματα που προέκυπταν) είναι η ελευθερία. Ελευθερία όμως, για τον Παύλο, είναι η ελευθερία από την αμαρτία και τη συνέπειά της, το θάνατο, πνευματικό και σωματικό. Είναι η ηθική ωριμότητα να επιλέγεις το καλό, δηλαδή να μην υποδουλώνεσαι στα πάθη και τις μικρότητές σου (τις εξαρτήσεις σου, σωματικές, ψυχικές και ηθικές) αλλά να αναγνωρίζεις την αξία του αδελφού σου, δηλαδή κάθε συνανθρώπου σου, και να μπορείς ακόμα και να παραιτείσαι από τα δικαιώματά σου για χάρη του (“κανείς ας μη ζητάει το δικό του, αλλά ο καθένας του άλλου”, Α΄ Κορινθ. 10, 24, “όλα μου επιτρέπονται, αλλά τίποτα δε θα με εξουσιάσει”, Α΄ Κορινθ. 6, 12 –θυμάστε και τις προτροπές του για τα ειδωλόθυτα). Δουλεία για τον Παύλο είναι να παραμένεις κακός, μικρόψυχος, ανώριμος ηθικά και πνευματικά, με δυο λόγια μακριά απ’ το Θεό, ενώ ελευθερία είναι να πλησιάζεις το Θεό μέσω της αγάπης και της υπέρβασης του συμφέροντός σου (βλ. Ρωμαίους 6, 16-23, Γαλάτας 4, 1-7 κ.α.). [“Νεκρός”: για τις παραπομπές στην Καινή Διαθήκη μπες εδώ].
Δουλεία θεωρεί και τους νόμους, ακόμα και τους θρησκευτικούς (βλ. τη θεολογία περί νόμου στην προς Ρωμαίους, Γαλάτας κ.α.), ενώ ελευθερία το να επιλέγεις υπεύθυνα και ώριμα την καλοσύνη, χωρίς να χρειάζεσαι εντολές και απαγορεύσεις. Αυτή την ελευθερία, γράφει, την έχουν κατορθώσει και “τα έθνη” (οι μη χριστιανοί), όταν, χωρίς να ξέρουν το θέλημα του Θεού, εφαρμόζουν την αγάπη από μόνοι τους, λόγω του πανανθρώπινου νόμου της συνείδησης που έχει εγκαταστήσει ο Θεός μέσα τους από καταβολής κόσμου (Ρωμ. 2, 13-15). Έτσι ο Παύλος θεμελιώνει και την ισοτιμία των ανθρώπων ανεξάρτητα από τη θρησκεία, στην οποία ανήκουν.
Θέμα δουλείας ανθρώπου σε άνθρωπο δεν τίθεται καθόλου για τον Παύλο. Θεωρεί αυτονόητο ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι! “Δεν υπάρχει Ιουδαίος και Έλληνας” (εθνικός) “ούτε δούλος και ελεύθερος ούτε αρσενικό και θηλυκό, όλοι είστε ένας εν Χριστώ Ιησού” (Γαλάτας 3, 28). Νομίζω πως είναι ο πρώτος αρχαίος συγγραφέας που θεωρεί αυτονόητα ελεύθερους τους δούλους (ούτε στον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη ή τους άλλους μεγάλους φιλοσόφους συμβαίνει αυτό). Ίσως πριν απ’ αυτόν να υπήρξε κανένας σοφιστής που το έγραψε… Γεγονός είναι πάντως ότι, στο νου του, οι δούλοι είναι απόλυτα ισότιμοι με τους ελεύθερους και με τους ίδιους τους κυρίους τους, και αυτό είναι που καθορίζει και τις μεταξύ τους σχέσεις. Μιλώντας ο Παύλος για την αγάπη, για τον άνθρωπο και τις ανθρώπινες σχέσεις, για τη θεία Μετάληψη, το θάνατο και την ανάσταση, τη χάρη του Θεού, την ελευθερία και την ειρήνη, δεν ξεχωρίζει ελεύθερους και δούλους. Ομοίως, δούλοι και ελεύθεροι, όπως και πλούσιοι και φτωχοί, συμμετείχαν ισότιμα στη θεία Μετάληψη, αλλά και στα κοινά δείπνα, τις γνωστές “αγάπες”.
Άλλωστε ο ίδιος ο Παύλος και οι συνεργάτες του, καθώς και όλοι οι απόστολοι, υπηρετούσαν τους άλλους, δεν εξουσίαζαν. Ενεργούσαν “εν υπομονή πολλή, εν θλίψεσιν, εν ανάγκαις, εν στενοχωρίαις, εν πληγαίς, εν φυλακαίς” κ.τ.λ., κι όμως θεωρούσαν τον εαυτό τους ελεύθερο απ’ όλα: “εν αγάπη ανυποκρίτω, εν λόγω αληθείας, εν δυνάμει Θεού, δια των όπλων της δικαιοσύνης των δεξιών και αριστερών, δια δόξης και ατιμίας, δια δυσφημίας και ευφημίας, ως πλάνοι και αληθείς… ως αποθνήσκοντες και ιδού, ζώμεν, ως παιδευόμενοι και μη θανατούμενοι, ως λυπούμενοι και πάντοτε χαίροντες, ως πτωχοί και πολλούς πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες” (Β΄ Κορινθ. κεφ. 6).
Αυτός είναι και ο λόγος που ο Παύλος, όπως τον μέμφονται, δεν προτρέπει στους χριστιανούς δούλους να απαιτήσουν, η έστω να επιδιώξουν, την ελευθερία τους και δεν απαιτεί από τους χριστιανούς που έχουν δούλους να τους ελευθερώσουν. Τονίζει όμως: “οι δούλοι να αγαπάτε τους κυρίους σας και οι κύριοι τους δούλους, ξέροντας οι δούλοι ότι είστε πλέον ελεύθεροι (σας ελευθέρωσε ο Χριστός, δίνοντας το αίμα Του στο σταυρό) και οι κύριοι ότι έχετε κι εσείς Κύριο στον ουρανό. Είστε λοιπόν ίσοι μ’ εκείνους που θεωρείτε δούλους σας και πρέπει να τους συμπεριφέρεστε ανάλογα, γιατί αυτός ο Κύριος δεν κάνει διακρίσεις και δε μεροληπτεί” (βλ. Α΄ Κορινθ., 7, 17-24, Εφεσίους 6, 5-9). “Ο Χριστός μας ελευθέρωσε για να μείνουμε ελεύθεροι. Μείνετε λοιπόν ελεύθεροι και μην ξαναπέσετε στο ζυγό της δουλείας” γράφει. Ο Θεός κάλεσε τους ανθρώπους “επ’ ελευθερία”, αλλά η ελευθερία αυτή πραγματοποιείται όταν υπηρετούμε ο ένας τον άλλον δια της αγάπης (Γαλάτας, 5, 1, 13 και εξής). “Δέξου τον Ονήσιμο” (το δραπέτη δούλο) “όχι ως δούλο, αλλά ως αγαπητό αδελφό, σα να δεχόσουν εμένα”, γράφει ο Παύλος από τη φυλακή προς το χριστιανό Φιλήμονα (επιστολή προς Φιλήμονα). Ο άγιος Ονήσιμος, προστάτης άγιος των φυλακισμένων, παρέμεινε δούλος, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να είναι ελεύθερος, δηλαδή άγιος.
“Αυτός που ονομάζεται δούλος απελευθερώθηκε από το Χριστό”, γράφει ο Παύλος, “και εκείνος που ονομάζεται ελεύθερος είναι δούλος του Χριστού. Εξαγοραστήκατε” (=με το αίμα του Χριστού, άρα απελευθερωθήκατε). Και προσθέτει τη φράση κλειδί: “μη γίνεστε δούλοι ανθρώπων” (Α΄ Κορινθ. 7, 22)!
Με δυο λόγια, αγαπητέ μου φίλε, ο Παύλος πήρε τους δούλους ως res (όχι ανθρώπους αλλά περιουσιακά στοιχεία, χωρίς κανένα δικαίωμα στον ελληνορωμαϊκό κόσμο) και τους ανέδειξε σε “όχι πια δούλους, αλλά αγαπητούς αδελφούς”, ονομάζοντάς τους μαζί και ισότιμα με τους κυρίους τους “φωστήρες εν κόσμω” (Φιλιππησίους, 2, 15) και τονίζοντας την ισότητα και την αξία της ηθικής ελευθερίας! “Δεν είσαι πια δούλος, αλλά παιδί του Θεού”, γράφει προς Γαλάτας, 4, 7.
Τοποθετεί όμως τους «ανδραποδιστές» (εκείνους που υποδουλώνουν ανθρώπους) ανάμεσα στους «ανόμους», τους «ασεβείς» και «αμαρτωλούς», που αντιτίθενται στην «υγιαίνουσα διδασκαλία» (Α΄ προς Τιμόθεον 1, 9-11).
Ξέρω ότι αυτό σε πολλούς δεν αρκεί. Ίσως και δεν τους αρέσει. Θα θέλανε να σηκώσει σπαθί ο Παύλος και να φωνάξει “ελευθερία η θάνατος! Καθάρματα, αφήστε τους δούλους σας ήσυχους! Δούλοι, ξυπνάτε, για ν’ ανακτήσετε την ελευθερία σας! Ο Χριστός μαζί μας!”.
Αυτό θα ήταν ωραίος σοσιαλισμός ή γαλλικός Διαφωτισμός, αλλά, ως χριστιανικό κήρυγμα, έχει δύο προβλήματα. Πρώτον, συνεπάγεται σφαγή. Όχι μόνο βέβαιη σφαγή των δούλων από τις ανίκητες ρωμαϊκές λεγεώνες (πρβ. την περίπτωση του Σπάρτακου), αλλά και των ίδιων των ελεύθερων, πράγμα που, για τους χριστιανούς, σημαίνει απλά και μόνο σφαγή –γιατί κι ο κακός είναι αδελφός μας και θέλουμε τη σωτηρία του, όχι την τιμωρία του ή την εκδίκηση απ’ αυτόν.
Δεύτερον, τον πρώτο αιώνα οι χριστιανοί περίμεναν από μέρα σε μέρα τη δευτέρα παρουσία (“είναι ήδη ώρα να ξυπνήσουμε” λέει ο Παύλος, Ρωμ. 13, 11). Γιατί λοιπόν να βάψουν τα χέρια τους με αίμα, αφού πολύ σύντομα ο “παρών κόσμος”, ο κόσμος της αδικίας και της πτώσης, θα έσβηνε απ’ το χάρτη;
Υπήρξαν ελεύθεροι δούλοι;
Αργότερα, οι Πατέρες της Εκκλησίας μίλησαν αλλιώς για τη δουλεία. Αναφερθήκαμε ήδη στον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο. Επίσης, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (329-390 μ.Χ.) χαρακτηρίζει τη διάκριση αφέντη και δούλου “φαύλη τομή”, με το ακαταμάχητο θεολογικό επιχείρημα ότι ο Ίδιος Θεός δημιούργησε ελεύθερους και δούλους, άντρες και γυναίκες, και οι δυο είναι εικόνες του Θεού, ο Χριστός σταυρώθηκε και για τους δυο, ο θάνατος είναι ίδιος για όλους, η σωτηρία, η αγιότητα, η ανάσταση των νεκρών θα είναι ίδια για όλους. Οι διακρίσεις των ανθρώπων είναι γι’ αυτόν “αρρωστήματα” και “επινοήματα κακίας”, η οποία “επεισήλθε στο γένος των ανθρώπων” σε μεταγενέστερες εποχές, ενώ η αρχική και αυθεντική δομή της ανθρωπότητας χαρακτηριζόταν από ισοτιμία και ελευθερία (βλ. ομιλία 14, ηθικό έπος 34 κ.λ.π.).
“Όσα κατά συνάφειαν απαγορεύονται […] ανδραποδισταίς […] και ει τι έτερον την υγιαίνουση διδασκαλία αντίκειται” (επαναλαμβάνει το Α΄ Τιμ. 1, 9-11).
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης (“Εξήγησις ακριβής εις τον Εκκλησιαστήν”, ομιλία Δ’, PG 44,664 κ.εξ.) προσθέτει:
“Εκτησάμην γαρ, φησί, δούλους και παιδίσκας… Οράς τον όγκον της αλαζονείας; Θεώ άντικρυς η τοιαύτη φωνή αντεπαίρεται […] ως ανδρών τε άμα και γυναικών εαυτόν κύριον οίεσθαι, τι άλλο και ουχί διαβαίνει τη υπερηφανία την φύσιν” (PG 44,664C) […] “Δουλεία καταδικάζεις τον άνθρωπον, ου ελευθέρα η φύσις και αυτεξούσιος, και αντινομοθετείς τω θεώ, ανατρέπων αυτού τον επί τη φύσει νόμον. τον γαρ επί τούτω γενόμενον, εφ’ ώτε κύριον είναι της γης και εις αρχήν τεταγμένον παρά του πλάσαντος, τούτον υπάγεις τω της δουλείας ζυγώ, ώσπερ αντιβαίνων τε και μαχόμενος τω θείω προστάγματι.” (PG 44,664D) […] “Εκτησάμην γαρ δούλους και παιδίσκας. ποίας, ειπέ μοι, τιμής; τι εύρες εν τοις ούσι της φύσεως ταύτης αντάξιον; (PG 44,665A) […] “εκ των αυτών σοι η γένεσις, ομοιότροπος η ζωή, κατά το ίσον επικρατεί τα τε της ψυχής και τα του σώματος πάθη […] οδύναι και ευθυμίαι, ευφροσύναι και αδημονίαι, λύπαι και ηδοναί, θυμοί και φόβοι, νόσοι και θάνατοι. μη τις εν τούτοις διαφορά προς τον δούλον τω κυριεύοντι; ου τον αυτόν έλκουσιν αέρα δια του άσθματος; ουχ ωσαύτως ορώσι τον ήλιον; […] ου μία κόνις οι δύο μετά τον θάνατον;…ο ουν εν πάσι το ίσον έχων εν τίνι το πλέον έχεις, ειπέ, ώστε άνθρωπον όντα δεσπότην ανθρώπου σεαυτόν οίεσθαι;” (PG 44,665D-668A)”.
“Απόκτησα δούλους και υπηρέτριες… Βλέπεις το μέγεθος της αλαζονείας; Ο λόγος αυτός αποτελεί ανταρσία κατά του θεού… αφού νομίζει τον εαυτό του κύριο ανδρών και γυναικών, αν μη τι άλλο, ξεπερνά σε υπερηφάνεια την ανθρώπινη φύση […] Καταδικάζεις σε δουλειά τον άνθρωπο, που η φύση του είναι ελεύθερη και αυτεξούσια και ορθώνεις δικό σου νόμο απέναντι στο νόμο του Θεού ανατρέποντας το νόμο του που διέπει τη ζωή των ανθρώπων. Αυτόν που πλάστηκε γι’ αυτό ακριβώς, για να είναι κύριος της γης και που ορίστηκε από τον Πλάστη του να άρχει, αυτόν τον υποτάσσεις στο ζυγό της δουλείας που αντιβαίνει και αντιμάχεται τη θεία διαταγή.” […] “Απόκτησα δούλους και υπηρέτριες… Με ποια τιμή, πες μας. Τι βρήκες αντάξιό τους στη φύση; […] Κάποιοι γέννησαν εκείνους κι εσένα, κοινή η ζωή σας, ισχύουν εξίσου τα πάθη ψυχής και του σώματος, οδύνη και ευθυμία, χαρά κι αδημονία, λύπη και ηδονή, θυμός και φόβος, νόσος και θάνατος. Διαφέρει καθόλου σ’ αυτά ο κύριος από το δούλο; Δεν ανασαίνουν τον ίδιο αέρα; Δεν βλέπουν όμοια τον ήλιο;… Ίδια σκόνη δε θα γίνουν και οι δύο μετά το θάνατο;…Αφού σε όλα είσαι ίσος με τους άλλους, πες μου που πλεονεκτείς ώστε, ενώ είσαι άνθρωπος, να θεωρείς τον εαυτό σου κύριο ανθρώπου;”
“Αν λοιπόν ο Παύλος δε ντρέπεται να ονομάζει τέκνο και σπλάχνο του και αδελφό και αγαπητό (το δραπέτη δούλο Ονήσιμο), εμείς πώς μπορούμε να ντραπούμε; Και τι λέω “ο Παύλος”; Ο Κύριος του Παύλου δε ντρέπεται να ονομάζει αδελφούς του τους δικούς μας δούλους, κι εμείς ντρεπόμαστε;
Κοίτα πώς μας τιμάει: ονομάζει τους δούλους μας αδελφούς του, φίλους και συγκληρονόμους. […] Πρόσεχε λοιπόν: ό,τι κι αν κάνεις, το κάνεις στο σύν-δουλό σου [δηλ. που είστε κι οι δύο δούλοι του ίδιου Κυρίου, του Χριστού].”
Εξήγηση: αυτή η ιδέα ότι είμαστε δούλοι του Χριστού οφείλεται στο ότι ο Χριστός “μας εξαγόρασε” από τη δουλεία στο διάβολο και στο θάνατο δίνοντας το αίμα του. Κι επειδή δε μπορεί κάποιος να είναι δούλος σε δύο Κυρίους, άρα δεν είμαστε και δούλοι ανθρώπων, άσχετα αν ζούμε σε καθεστώς δουλείας.