Πριν ενάμιση χρόνο, ξεκίνησε η διαδρομή ενός ευρωπαϊκού προγράμματος art therapy με χώρο δράσης τις φυλακές πέντε χωρών, Βέλγιο, Ιταλία, Σερβία, Πολωνία, Ελλάδα και αποδέκτες κρατούμενους. Πρόκειται για το «PAROL -writing and art beyond walls, beyond borders». Στην Ελλάδα, το πρόγραμμα με την ονομασία «Θήβα 102 χλμ», διεξήχθη στο Κατάστημα Κράτησης Γυναικών Ελεώνα Θήβας από την ΜΚΟ Αμάκα, η οποία ασχολείται με το να βοηθά ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες μέσω της θεραπείας της τέχνης, και διήρκησε από τον Σεπτέμβριο του 2013 μέχρι τον Ιούνιο του 2014.
Την Τρίτη 24 Φεβρουαρίου και για μία εβδομάδα, τα αποτελέσματα των εργαστηρίων θα παρουσιαστούν στο πλαίσιο μιας έκθεσης στο Ρομάντσο. Οι υπεύθυνες διεξαγωγής των εργαστηρίων του προγράμματος, που ήρθαν σε άμεση επαφή και συνεργασία με τις κρατούμενες, εξηγούν ποιος ήταν ο στόχος, το περιεχόμενο, οι αντιδράσεις, η εξέλιξη, αλλά και το αποτέλεσμα που θα δούμε να εκτίθεται.
«Πρόκειται για ευρωπαϊκή δράση του προγράμματος Πολιτισμού» σημειώνει η Δάφνη Καλαφάτη, art therapist. «Σαν εταίρος, στην Ελλάδα, το πρόγραμμα το εφάρμοσε η Αμάκα και αυτό το κομμάτι το ονομάσαμε ‘Θήβα 102 χλμ’, γιατί εφαρμόστηκε στις φυλακές της Θήβας. Το πρόγραμμα άρχισε από το Σεπτέμβριο του 2013 και τα εργαστήρια διήρκησαν μέχρι τον Ιούνιο του 2014, στο γυναικείο Κατάστημα Κράτησης του Ελεώνα στη Θήβα. Σε όλες τις χώρες, είχε ως σκοπό να βγάλει τη φωνή των φυλακισμένων -διά μέσου της τέχνης- προς τα έξω και να μετατρέψει πολλά από αυτά τα έργα των κρατουμένων σε μια μορφή ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς. Πολλές φορές, οι φωτογραφίες τους ή τα κείμενα, σε συνεργασία με καλλιτέχνες, παρουσιάζονται σε εκθέσεις, συνέδρια, ακόμη και βιβλία. Επιλέξαμε το κατάστημα κράτησης στη Θήβα, γιατί ήταν ενδιαφέρον, καθώς είμαστε γυναίκες, να δουλέψουμε αντίστοιχα με γυναίκες. Μας φάνηκε ότι μας ταίριαζε πιο πολύ σαν ομάδα, γιατί είχαμε παρόμοιες ανησυχίες, προβλήματα και θέλαμε να δούμε τι γίνεται και με τις γυναίκες που είναι έγκλειστες, πώς νιώθουν.
Στις φυλακές κάναμε art therapy, θεραπεία μέσω της τέχνης, που δεν έχει μόνο ως στόχο να ζωγραφίσουν ή να μάθουν φωτογραφία, αλλά να εκφραστούν και να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους καθημερινά. Κάτι τέτοιο είναι πολύ φιλόδοξο μες στις φυλακές, γιατί υπάρχουν πολλά προβλήματα. Εμείς, ως εργαλεία του art therapy, χρησιμοποιήσαμε διάφορες τεχνικές, ζωγραφική, βίντεο, φωτογραφία, αυτοσχεδιαστικά παιχνίδια, θεατρική έκφραση, οπότε ήταν ένα πρόγραμμα που γινόταν κάθε βδομάδα κι ανάλογα με το σχεδιασμό που είχαμε κάνει, χρησιμοποιούσαμε συνδυαστικά και τη φωτογραφία. Έγραφαν κάτι γι’ αυτές τις φωτογραφίες, τραβούσαμε βίντεο, το έβλεπαν, σχολιάζαμε».
Οι γυναίκες που κρατούνται στις φυλακές Ελεώνα είναι 400 και στο πρόγραμμα τελικά, συμμετείχαν 14. Όπως εξηγούν, κάποιες αιτήσεις απορρίφθηκαν από τους υπεύθυνους της φυλακής για διάφορους λόγους και στο τέλος, έγινε η οριστική επιλογή.
«Οι συμμετέχουσες στην αρχή ξεκίνησαν γύρω στις 17 και κατέληξαν να είναι ένας σταθερός πυρήνας γύρω στις 13-14 κοπέλες, οι οποίες έρχονταν σταθερά μέχρι το τέλος» σημειώνει η Ειρήνη Παπαδάκη, κοινωνιολόγος-ψυχοθεραπεύτρια. «Το νόημα του εργαστηρίου ήταν να υπάρχει μια συνέχεια. Ενώ στην αρχή ήταν ανοιχτό να δεχτεί κόσμο, μετά από κάποιο σημείο αποφασίσαμε να το κρατήσουμε πιο κλειστό, γιατί όσο περνούσε ο καιρός και εμβαθύναμε στη θεματολογία, δεν θα είχε νόημα να μπαίνουν καινούργιες συμμετέχουσες συνέχεια και να υπάρχει εναλλαγή στον πληθυσμό».
Η Δάφνη Καλαφάτη διευκρινίζει ότι «η κοινωνική υπηρεσία απέρριπτε μόνη κάποιες αιτήσεις, γιατί -όπως ειπώθηκε- είναι κάποιες γυναίκες, οι οποίες συμμετέχουν στα εργαστήρια με μόνο σκοπό να συναντούν κρατούμενες από άλλες πτέρυγες για να συζητούν ή να οργανώνουν πράγματα. Οπότε, κάποιες ήταν αποκλεισμένες από πριν. Μετά, είναι πάρα πολλές που ανήκουν σε άλλες πτέρυγες, π.χ. μητέρες που έχουν παιδιά μαζί ή εξαρτημένες ή είναι στην ψυχιατρική μονάδα. Από αυτές τις 400 δεν μπορούσαν να συμμετέχουν όλες. Υποθέτω ότι 200 θα μπορούσαν να συμμετέχουν, αλλά από αυτές δήλωσαν γύρω στις 25-30, όπου πάλι έγινε μια επιλογή.
Το ζήτημα είναι ότι γενικά έχουν πρόβλημα κινητοποίησης, καθώς δεν είναι υποχρεωτικό ή δεν δίνεται κίνητρο, επειδή τα εργαστήρια δεν προσφέρουν μείωση ποινής. Είναι τόσο αποκομμένες που δεν θέλουν να συμμετέχουν. Οι περισσότερες κάθονται στην πτέρυγα, πίνουν καφέ, παίζουν τάβλι, περνάει η ώρα και δεν ασχολούνται τόσο πολύ με πολιτιστικά. Όσες, όμως, ήρθαν ήταν πολύ θετικές».
«Αυτές που κατέληξαν τελικά, μετά απ’ όλο το φιλτράρισμα, να φτάσουν στο εργαστήριο ήταν πολύ θετικές στο να δουν πράγματα και να γεμίσουν τη μέρα τους δημιουργικά» συμπληρώνει η Ειρήνη Παπαδάκη.
Τα εργαστήρια διεξάγονταν μία φορά την εβδομάδα επί τρεις ώρες και, όπως αναφέρει η Δάφνη, «μέσα σ’ αυτό το τρίωρο χρησιμοποιούσαμε διαφορετικές δραστηριότητες, όπου η μία συμπλήρωνε την άλλη. Δεν είναι ότι κάναμε δύο μήνες θέατρο και μετά, φωτογραφία. Τα χρησιμοποιούσαμε ως εργαλείο για να κάνουμε κάποια εκφραστικά παιχνίδια και για να εκπληρώσουμε τους στόχους, οι οποίοι είχαν να κάνουν με το να μπορέσουμε να εκφραστούμε, να ξανασυνδεθούμε με το παρελθόν μας, να μοιραστούμε ιστορίες, να νιώσουμε καλύτερα και ήταν αμιγώς θεραπευτικοί. Δεν ήταν σκοπός να φτιάξουμε τον πίνακα. Ο πίνακας φτιαχνόταν για να χρησιμοποιήσουμε τα κομμάτια από το ποίημα που είχαμε γράψει πάνω στην ελευθερία και να συζητήσουμε γι’ αυτή. Δεν ήταν η ουσία του προγράμματος, αλλά τα εργαλεία για να πετύχουμε κάποια πράγματα».
Το κομμάτι του βίντεο-animation στα εργαστήρια είχε αναλάβει η Ερατώ Τζαβάρα, multimedia-video artist. «Κάτι που χρησιμοποιήθηκε πολύ και σαν θεματική και ως τομέας εργασίας ήταν το πορτρέτο κι αυτό φαίνεται και από το υλικό που έχει βγει και χρησιμοποιήθηκε, όχι μόνο μέσω της φωτογραφίας, αλλά και μέσω θεατρικών παιχνιδιών κι ενός performative στοιχείου. Μέσα στη χρονιά φάνηκε και στις κοπέλες, ενώ στην αρχή έρχονταν -γιατί προφανώς είναι κλεισμένες- με τα τσιγάρα τους, με ένα ύφος κάπως μπλαζέ, έντονα η διαφορά. Έρχονταν πιο φροντισμένες, επένδυαν σ’ αυτό, ειδικά στο κομμάτι του πορτρέτου ως γυναίκες. Το θέμα της εικόνας του εαυτού, της αυτοεκτίμησης και του τι εικόνα δίνω στους άλλους, δουλεύτηκε πολύ με διάφορες μεθόδους και κατά τη διάρκεια του χρόνου φάνηκε αισθητά η διαφορά ως προς το πώς έρχονταν στο εργαστήριο και τι ήθελαν. Το πορτρέτο, βέβαια, γι’ αυτές είναι κι ένας από τους βασικούς τρόπους επικοινωνίας με τους δικούς τους ανθρώπους έξω. Θα στείλουν ένα γράμμα στους δικούς τους και λένε, βγάλε με και μια φωτογραφία να στείλω στα παιδιά μου. Αλλά, τελικά, έγινε κι ένα εργαλείο πιο χρήσιμο, πιο βαθύ και γι’ άλλα θέματα που προέκυψαν όπου ανοίχτηκαν πολύ για την ιστορία τους, για δικά τους ζητήματα, ήταν πολύ δυνατό».
Η Ειρήνη τονίζει τη σημασία της διάδρασης μέσα στην ομάδα ως έναν από τους στόχους των εργαστηρίων, όπως και «η απόκτηση κάποιων κοινωνικών κανόνων, κάτι που είδαμε μέσα από τις ζωγραφιές. Πώς τροποποιούνταν τα προϊόντα του εργαστηρίου στην αρχή και πώς άλλαζαν στο πέρασμα της χρονιάς».
Σε συνθήκες εγκλεισμού, ωστόσο, πόσο εύκολο είναι να εμπιστευθούν, να μοιραστούν πληροφορίες και να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα;
Η Ειρήνη αναφέρει ότι «τους πήρε το πρώτο δίμηνο για να δεθούν περισσότερο σαν ομάδα και να αισθανθούν λίγο πιο άνετα».
Περίπου αυτό το διάστημα υπολογίζει και η Νιόβη Σταυροπούλου, φωτογράφος-art therapist. «Συνήθως, είναι γύρω στις έξι συναντήσεις για να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο ασφάλειας κι εμπιστοσύνης, ώστε ν’ αρχίσει ο άλλος να εκτίθεται και να επενδύει σ’ αυτό. Ήταν πολύ δύσκολο γι’ αυτές στην αρχή, γιατί οτιδήποτε πουν εκεί, μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον τους από τις υπόλοιπες κρατούμενες, οπότε υπήρχε ένα πολύ μεγάλο θέμα εμπιστοσύνης και πολλές έφυγαν στη δεύτερη συνάντηση, όταν κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται για ένα εργαστήριο όπου θα μάθουν ζωγραφική, αλλά για ένα εργαστήριο έκφρασης, όπου μοιραζόμαστε πράγματα».
Οι συμμετέχουσες κρατούμενες είχαν δώσει τη συγκατάθεσή τους, ώστε να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν στην έκθεση τα αποτελέσματα των εργαστηρίων και τα πορτρέτα τους. Δεν ήταν, όμως, για όλες εύκολο, γι’ αυτό υπήρξαν και αποχωρήσεις. Και οι υπεύθυνες του προγράμματος, όμως, προβληματίστηκαν για το κατά πόσον και πώς πρέπει να το προσεγγίσουν.
«Κάποιες που δεν τους άρεσε η χρήση της προσωπικής τους εικόνας ή δεν ήθελαν να εκτεθούν, έφυγαν» σημειώνει η Δάφνη. «Δεν τους άρεσε αυτό. Απλώς, επειδή εμείς ξέραμε ότι τελικός στόχος θα ήταν και η έκθεση, ήταν ένα από τα πράγματα που τους είπαμε εξ αρχής, τί θα κάνουμε εδώ, θα επικοινωνούμε με άλλες φυλακές στην Ευρώπη, θα κάνουμε μία έκθεση και υπέγραψαν τις υπεύθυνες δηλώσεις. Υπήρχε μια μεγάλη συζήτηση για το αν είναι τελικά και λίγο εκμετάλλευση. Γιατί εσύ κάνεις την έκθεση, αυτές βγάζουν έξω τη φωνή τους, αλλά εσύ βγάζεις μια φωτογραφία για να κάνεις ένα καλλιτεχνικό προϊόν. Και με άλλους ανθρώπους που το συζητούσαμε και με τους Ευρωπαίους εταίρους είχαν το ίδιο ζήτημα, πώς το χειρίζεσαι. Απλώς, στη συγκεκριμένη προσέγγιση, τη δική μας, αυτό εντάσσεται ως θεραπευτικός στόχος.
Η γνωριμία με τον εαυτό, η αυτοπροσωπογραφία, το πορτρέτο, είναι όλα δραστηριότητες που εντάσσονται στο πλαίσιο του art therapy και χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένο λόγο. Όπως και τις μεταμφιέσεις που κάναμε, άλλαζαν χαρακτήρες, ντύνονταν με ρούχα, βγάζαμε φωτογραφίες. Οπότε και οι κοπέλες το κατάλαβαν, γιατί ένιωθαν τα θεραπευτικά αποτελέσματα, και φυσικά, όταν κάποιος ασχολείται με τον εαυτό του, δουλεύει την εικόνα, αρχίζει κι αποκτά μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και είναι συναισθηματικά πιο ισορροπημένος. Μετά από κάποιο σημείο, βέβαια, γιατί στην αρχή είναι δύσκολο. Επομένως, αφού οι κοπέλες έδειξαν να το κατανοούν και έδωσαν συγκατάθεση, θεωρήσαμε ότι είναι δεκτό, γιατί δεν μπήκε μέσα κάποιος φωτογράφος, ξένος, να τις φωτογραφήσει για να τις βγάλει σ’ ένα περιοδικό. Είναι πολύ σημαντικό ότι πουθενά δεν υπάρχει αυτό ως προϊόν, έργο τέχνης προς πώληση, και δεν είναι καν έργο τέχνης κάποιου καλλιτέχνη, είναι δικό τους προϊόν. Στην ουσία, είναι αυτοπροσωπογραφίες, φτιαγμένες από αυτές».
Υπερθεματίζοντας σ’ αυτό, η Νιόβη, σημειώνει ότι «ούτως ή άλλως, μέσα από συζητήσεις κατά τη διάρκεια του εργαστηρίου φάνηκε ότι θέλουν πάρα πολύ να ακουστεί η φωνή τους, οπότε δεν τέθηκε ζήτημα να δείξουμε το πορτρέτο τους έξω. Ήθελαν πάρα πολύ ν’ ακουστούν, να πουν πράγματα και το γεγονός πως η φωτογραφία δούλεψε πολύ ωραία ήταν ένας τρόπος να ελέγξουν την πραγματικότητά τους εκείνη τη στιγμή. Ιδίως, όταν τις φωτογραφίσαμε με τις μεταμφιέσεις είχαν εκστασιαστεί, γιατί τότε μπορούσαν να ελέγξουν τη συνθήκη, κάτι που γενικά δεν μπορείς να κάνεις στη φυλακή».
«Είναι μεγάλη πρόκληση», εξηγεί η Ερατώ, «γιατί το έχουμε συζητήσει πολύ σε σχέση με το εργαστηριακό κομμάτι του project, αλλά και της έκθεσης και της παραγωγής ενός υλικού που θα αγγίξει ανθρώπους -πέρα από το ερευνητικό- να πούμε πώς έγινε, αλλά να παραχθεί και κάτι που να έχει ενδιαφέρον κι ίσως και μια καλλιτεχνική αξία. Η πρόκληση ήταν να τα παντρέψεις αυτά τα δύο χωρίς, αρχικά, να παραβιάζεις τα δικά τους όρια. Αυτό που νιώσαμε, κατά τη διάρκεια του εργαστηρίου, ήταν ότι δημιουργήθηκε ένας ασφαλής χώρος έκφρασης όπου υπήρχε σεβασμός γι’ αυτό που γινόταν κι έπειτα, αυτό που βγαίνει προς τα έξω θα είναι πάντα κάτι διαφορετικό. Δεν είναι το ίδιο, αλλά έχουμε ως γνώμονα ότι αυτές οι κοπέλες έκαναν πολύ μεγάλη κατάθεση ιστοριών κι ενδιαφέροντος. Πραγματικά, έδωσαν πάρα πολλά μες στη χρονιά. Να σου λέει όλη της την ιστορία, πώς την έπιασαν, για την οικογένειά της, πράγματα που εντέλει κι ένας καλλιτέχνης κάνει. Υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες που μπορεί να προέρχονται από δύσκολα περιβάλλοντα, αυτή είναι η καλλιτεχνική διεργασία, ότι κάτι αναδομείς από την ιστορία σου και το κάνεις κάτι άλλο. Απλώς, για εμάς, ήταν πολύ σημαντικό να δημιουργήσουμε έναν ασφαλή τόπο που να μπορέσουν οι κοπέλες να εκφραστούν γι’ αυτό και δεν ήταν πάντα εύκολο. Νομίζω, ωστόσο, ότι και γι’ αυτές υπήρξε πολύ ενδιαφέρουσα διαδικασία και σίγουρα, θα έχει ενδιαφέρον να δουν τι βγήκε από αυτό. Θα τους δείξουμε με κάποιο τρόπο το αποτέλεσμα».
«Θα πάμε μετά από όλο αυτό, άσχετα αν δεν συνεργαζόμαστε πια, να τις βρούμε, να τους δείξουμε φωτογραφίες, να συζητήσουμε, να το κλείσουμε αυτό το πράγμα, γιατί τώρα κλείνει ουσιαστικά, με την έκθεση», συμπληρώνει η Νιόβη.
Επ’ αυτού συμφωνεί και η Ερατώ. «Το να δουν τι έγινε αυτό το υλικό είναι ένα κομμάτι που και γι’ αυτές είναι πολύ καινούργιο, αλλά νομίζω είναι μια έκθεση που τους δίνει πολλή δύναμη κατά βάθος. Ουσιαστικά, ανοίγονται απέναντι σε τόσο κόσμο που θα δει αυτό το υλικό, σε αγγίζουν. Είναι πολύ ωραίο, γιατί βλέπεις απευθείας πόσο προσωπικό και ζεστό είναι».
Οι ηλικίες και οι εθνικότητες των κρατουμένων που συμμετείχαν στο πρόγραμμα κάλυπταν ένα μεγάλο εύρος. Ηλικιακά κυμαίνονταν από 24 έως 50 ετών, ενώ κατάγονταν, κατά πλειοψηφική σειρά, από την Αλβανία, την Ελλάδα, τη Ρουμανία, την Ολλανδία και τη Νιγηρία. Αυτή η ηλικιακή διαφοροποίηση δημιούργησε μεγαλύτερο ενδιαφέρον και βοήθησε στο μεταξύ τους μοίρασμα εμπειριών. Όπως σημειώνει η Νιόβη Σταυροπούλου, «υπάρχει το σκεπτικό ‘ήμουν στη θέση σου’, οπότε δημιουργήθηκαν σχέσεις, κάποιες λειτούργησαν ως μητρικές φιγούρες στις μικρότερες ή άλλες σαν αδελφές. Αυτό είναι και το ύφος του art therapy που ενώνει, είναι οικουμενικό, η τέχνη είναι οικουμενική. Ως μέσο επικοινωνίας είναι το πιο κατάλληλο, όταν δεν υπάρχει ο λόγος, γιατί μέσα στο εργαστήριο υπήρχαν κάποιες που δεν μιλούσαν ελληνικά ή αγγλικά, αλλά υπήρχε η τέχνη, αυτό το μέσο επικοινωνίας που τα αγκαλιάζει όλα». Η Ειρήνη Παπαδάκη υπογραμμίζει «πόσο έντονο είναι το στοιχείο του εγκλεισμού που τις ένωνε σαν κοινό χαρακτηριστικό, ώστε οι ηλικιακές διαφορές φάνταζαν δευτερεύουσας σημασίας».
Οι συνθήκες που συνάντησαν στη φυλακή ήταν κατά πολύ χειρότερες από αυτό που φανταζόμαστε. Πέρα από τις δυσκολίες και τα εμπόδια που αντιμετώπισαν γραφειοκρατικά μέχρι να πάρουν την άδεια, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια διεξαγωγής του προγράμματος, η συμπεριφορά των δεσμοφυλάκων απέναντι στις κρατούμενες ήταν από τα στοιχεία που τις ξάφνιασε και προβλημάτισε περισσότερο.
Η Ειρήνη θυμάται, μάλιστα, ένα περιστατικό στο οποίο ήταν παρούσα, «την πρώτη μεταγωγή που είχαμε δει. Είχαμε πετύχει κάποια στιγμή που έφερναν κρατούμενες από κάποιο άλλο κατάστημα κράτησης στο συγκεκριμένο. Ήταν μια κατάσταση πολύ χειρότερη από αυτό που φαντάζεσαι, συμπεριφέρονται στους ανθρώπους σαν να είναι ζώα. Ούτε ζώα».
Το γεγονός πως έφερναν μηχανήματα ηχογράφησης, κάμερες και αντίστοιχα, έπαιρναν εκτός φυλακής καταγεγραμμένο υλικό από το εσωτερικό της, δεν αντιμετωπιζόταν θετικά από τους υπεύθυνους του καταστήματος, αλλά κατάφεραν, έστω και υπό αυτές τις συνθήκες να φέρουν εις πέρας το σκοπό τους.
Ακόμη και οι κρατούμενες είχαν διαφορετικές απόψεις για το πώς τις επηρέασε ο εγκλεισμός τους, κάποιες δημιούργησαν δυνατές φιλίες, κάποιες αισθάνονται ότι βγαίνοντας θα είναι χειρότεροι άνθρωποι κι άλλες διεύρυναν τον κύκλο τους για να συνεχίσουν τις όποιες δράσεις όταν αποφυλακιστούν.
Υπήρχαν, όμως, και κάποιες πολύ θετικές εντυπώσεις από την εμπειρία του προγράμματος. Στη Δάφνη Καλαφάτη θετική εντύπωση έκανε «πόσο πολύ φάνηκε ότι το είχαν ανάγκη, κυρίως στο τέλος. Είναι κρίμα ότι επειδή οι επιδοτήσεις είναι μεμονωμένες, τέτοια προγράμματα σταματούν. Στο τέλος, ήταν στην καλύτερη στιγμή τους, μιλούσαν και το είχαν ανάγκη. Έρχονταν πριν από μας, ήταν εκεί, είχαν ιδέες. Το θετικό είναι ότι βλέπεις τη δημιουργικότητα να ξαναξυπνάει μέσα στους ανθρώπους. Στην αρχή, ήταν άβουλες, κλειστές και στο τέλος συνδέθηκαν τόσο πολύ μ’ αυτό και άλλαξαν. Αλλά, αυτό συνέβη από τις 14 κοπέλες, στις 4, στις οποίες πραγματικά έγινε κάτι. Οι υπόλοιπες, όταν δεν έχεις καμία άλλη στήριξη από κοινωνική υπηρεσία, ψυχολόγους, οικογένεια, μπορούμε να πούμε ότι έχουν τόσο βαριές παθολογίες που δεν έφταναν τρεις ώρες την εβδομάδα για να κάνουν κάτι. Είναι, όμως, κάποιες άλλες που κατάφεραν μέσα από αυτό να πάρουν πολλά. Οπότε αυτό είναι και θετικό και αρνητικό, γιατί πήραν μεν, αλλά λίγες. Ήταν σαν ένα νησί μέσα στο χάος της φυλακής, δεν υπήρχε κάτι άλλο να υποστηρίζει αυτό το πράγμα.
Το απόσταγμα για την Ερατώ Τζαβάρα είναι «η οικειότητα και η εγγύτητα που ένιωσα μ’ αυτές τις κοπέλες, με την έννοια ότι προερχόμαστε από τόσα διαφορετικά περιβάλλοντα, με διαφορετική ιστορία ο καθένας και σ’ αυτό το μοίρασμα υπήρχαν κάποιες στιγμές που, προσωπικά, ξεχνούσα πού βρισκόμασταν, τουλάχιστον στο πλαίσιο αυτού που κάναμε. Νομίζω ότι κάποιες κοπέλες το ένιωσαν, για δύο-τρεις, απ’ ό, τι κατάλαβα, ήταν ένας τρόπος μέσω του οποίου μπορούσαν να εκφραστούν. Το γεγονός ότι ερχόμασταν απ’ έξω μας έκανε μέρος του μηχανισμού, γιατί οι κοπέλες θα πήγαιναν πίσω στα κελιά τους κι εμείς πίσω στις δουλειές μας. Ήμασταν, λοιπόν, σε πολύ διαφορετική κατάσταση, αλλά ήταν πολύ θετικό ότι κάποια στιγμή έγινε ένα πολύ ωραίο πλησίασμα».
Στο πλαίσιο του προγράμματος και αυτής της ανταλλαγής ήταν και το artbox, μέσω του οποίου επικοινωνούσαν μεταξύ τους οι κρατούμενες-οι των φυλακών που συμμετείχαν στο PAROL.
«Με τους υπόλοιπους εταίρους» εξηγεί η Δάφνη, «καταλήξαμε σε μια δραστηριότητα που λεγόταν artbox, δηλαδή ένα κουτί τέχνης, συμβολικά και πραγματικά, το οποίο έβγαινε από την κάθε φυλακή γεμάτο φωτογραφίες, ζωγραφιές, κείμενα -οτιδήποτε ήταν η παραγωγή του εργαστηρίου- και ταξίδευε σε μια άλλη φυλακή στην Ευρώπη. Το παραλάμβαναν οι κρατούμενες/οι στις άλλες φυλακές και υπήρχε διάδραση με βάση αυτό. Αν ήταν φωτογραφίες, έκαναν ένα κολάζ, υπήρχαν και οδηγίες μέσα στο κουτί, ότι σας στέλνουμε αυτό, κάντε εκείνο. Μετά, υπήρχε ανατροφοδότηση, έπαιρναν το feedback οι γυναίκες που είχαν στείλει το κουτί. Στο δικό μας artbox στείλαμε κάποιες φωτογραφίες και οι άλλοι απάντησαν με ποιήματα τα οποία πήγαμε στις γυναίκες. Ήταν μια ωραία δραστηριότητα που άρεσε πολύ και στις κρατούμενες. Περίμεναν να δουν το κουτί, αλλά έφτιαχναν και το δικό τους σαν να ετοιμάζουν ένα δώρο για κάποιον. Έβαζαν μέσα ιστορίες κι είναι κάτι που πέραν του προγράμματος που τελείωσε τώρα, επειδή έχει δημιουργηθεί ένα δίκτυο με όλους τους ευρωπαίους συνεργάτες και τις φυλακές, προβλέπεται να συνεχιστεί.
Θέλουμε να προσπαθήσουμε το artbox να γίνει κάτι σα θεσμός. Να δούμε πώς μπορεί να ενταχθεί στα προγράμματα των φυλακών για να συνεχίσει να συμβαίνει στην Ευρώπη. Ένα από τα θετικά που απέμειναν σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι ότι υπάρχει ένα δίκτυο το οποίο προσπαθεί να καθιερώσει την ύπαρξή του που δεν χρειάζεται να είναι τα εργαστήρια μέρος του ίδιου προγράμματος, αλλά μέσω ενός δικτύου να επικοινωνούν μεταξύ τους διαφορετικοί καλλιτέχνες. Εμείς τώρα δουλεύουμε με τους ανήλικους στην Αυλώνα και θα συνεργαστούμε με μία φυλακή στο Βέλγιο. Θα κάνουμε μια τέτοια ανταλλαγή με τις φωτογραφίες των παιδιών, είναι και αυτή φυλακή ανηλίκων. Δεν είναι στα πλαίσια κάποιου προγράμματος, είμαστε εμείς με κάποιους εταίρους που γνωρίσαμε και θέλουμε το artbox να συνεχίσει να υπάρχει.
Ο στόχος, άλλωστε, της έκθεσης είναι να ευαισθητοποιήσει το κοινό σε θέματα εγκλεισμού και στην ουσία, είναι και κάτι που νιώθουμε εμείς ότι το χρωστάμε στις κρατούμενες, να νιώσουν ότι τελικά βγήκε η φωνή τους έξω. Επίσης, να δείξουμε και με αφορμή όλο το υλικό, πώς η φωτογραφία, το βίντεο, το θέατρο μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν θεραπευτικά μέσα. Γι’ αυτό και την 1η Μαρτίου θα κάνουμε μια ημερίδα στον χώρο της έκθεσης και θα λέγεται ‘Φωτογραφία-Βίντεο-Θέατρο= Θεραπεία’, όπου θα μιλήσουν και εκπρόσωποι άλλων οργανώσεων για το πώς όλα αυτά τα νέα μέσα χρησιμοποιούνται και σαν θεραπεία, όχι μόνο στο πλαίσιο εγκλεισμού. Χρησιμοποιούμε κι αυτή την έκθεση, γιατί ως οργάνωση ασχολούμαστε γενικά με τη θεραπεία μέσω της τέχνης, για να δείξουμε πώς η τέχνη επιδρά θεραπευτικά. Δεν είναι μόνο ο κοινωνικός χαρακτήρας της ευαισθητοποίησης, αλλά πιο πολύ η προβολή της θεραπευτικής χρήσης μέσων. Ο πρωταρχικός στόχος μας είναι να βγει η φωνή των μέσα, έξω».
Σ’ αυτή την επικοινωνία θα βοηθήσει και το γεγονός πως οι επισκέπτες της έκθεσης θα μπορούν να γράψουν ή να ζωγραφίσουν κάτι, εν είδει artbox, που θα επιστρέψει στις κρατούμενες των φυλακών.
Κατά τη διάρκεια των εργαστηρίων χρησιμοποιήθηκαν μηχανήματα ηχογράφησης και μικρόφωνα, καθώς ζητήθηκε από τις κρατούμενες να αφηγηθούν μέσω ήχων τις ιστορίες τους, να ηχογραφήσουν ήχους της φυλακής ή να δημιουργήσουν άλλους. Αυτό το υλικό δόθηκε στο συγκρότημα Artefacts Ensemble που, συνεργαζόμενοι με γνωστούς συνθέτες από τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες, το χρησιμοποίησαν ως βάση και έμπνευση για τη σύνθεση μουσικών κομματιών με θέμα τον εγκλεισμό. Το τελικό αποτέλεσμα θα κυκλοφορήσει σε cd στο τέλος Μαρτίου, ενώ στις 30/3, θα παρουσιαστεί σε συναυλία που θα γίνει στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών.
Στα επόμενα σχέδια είναι ένα βιβλίο που ετοιμάζουν, κάποιες επιπλέον συναυλίες και μία συγκεκριμένα στις Βρυξέλλες, για την οποία προσπαθούν να καλύψουν τα έξοδα μέσω εκστρατείας στο indiegogo.
Στην έκθεση της Αθήνας θα υπάρχουν έργα από τις άλλες φυλακές που συμμετείχαν στο πρόγραμμα και, όπως αναφέρει η Δάφνη Καλαφάτη, «έχουμε ήδη στείλει κάποια έργα στην έκθεση που έγινε στη Σερβία, τώρα στέλνουμε στην Πολωνία και στις 4/3 θα γίνει ημεγάλη ευρωπαϊκή έκθεση στις Βρυξέλλες όπου όλες οι χώρες θα στείλουν επιλεγμένα έργα τους».
Στην ερώτηση γιατί ασχολούνται με αυτό το είδος θεραπείας ευπαθών ομάδων η απάντηση της Δάφνης είναι αφοπλιστική.
«Συνεχίζουμε, γιατί πραγματικά πιστεύουμε ότι η τέχνη μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο. Η ζωή όλων μας ήδη έχει αλλάξει από αυτή τη διαδικασία, από την τέχνη και θέλουμε να το μεταφέρουμε και σ’ άλλους».