Λόγος Ηθικός Ε’
ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
ΛΟΓΟΣ ΗΘΙΚΟΣ Ε’1
Σε μετάφρασι
Προς εκείνους που νομίζουν ότι έχουν το Άγιον Πνεύμα, δίχως να το γνωρίζουν και δεν αντιλαμβάνονται καθόλου την ενέργειά Του. Και προς εκείνους που λέγουν ότι κανείς άνθρωπος εις την παρούσαν ζωήν δεν μπορεί να ιδή την δόξαν του Αγίου Πνεύματος, και απόδειξις αυτών με αγιογραφικά χωρία. Και ότι δεν υπάρχει φθόνος εις τους αγίους, όταν με κάθε αρετή προσπαθούμε να γίνωμε όμοιοι με αυτούς. Και με ποιον τρόπον βλέπει κανείς τον Θεόν, και ότι αυτός που έφθασε σε τέτοια μέτρα, ώστε να βλέπη τον Θεόν, κατά το δυνατόν, ήδη από αυτήν την ζωήν αρχίζει να γεύεται και την απόλαυσιν, η οποία θα δοθή εις τους αγίους κατά την μέλλουσαν ζωήν. Και ότι όσα λέγει, ή κάνει ή γράφει αυτός ο άνθρωπος, όχι αυτός, αλλά το Άγιον Πνεύμα που ομιλεί (Ματθ. 10, 20) μέσα του, τα λέγει και τα γράφει. Και ότι όποιος αθετεί τους λόγους του ανθρώπου αυτού ή τους παρερμηνεύει, αμαρτάνει και βλασφημεί κατά του Αγίου Πνεύματος, το οποίον ενεργεί και λαλεί μέσα εις τον άνθρωπον αυτόν.
* * *
Απολυτίκιον
Ήχος γ’. Θείας πίστεως
Θείαν έλλαμψιν, Συμεών Πάτερ, εισδεξάμενος, εν τη ψυχή σου, φωστήρ εν κόσμω εδείχθης λαμπρότατος, διασκεδάζων αυτού την σκοτόμαιναν, και πάντας πείθων ζητείν ην απώλεσαν, χάριν Πνεύματος. Αυτό εκτενώς ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον
Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον
Τω φωτί λαμπόμενος, τω Τρισηλίω θεόφρον, θεολόγος γέγονας, της Υπερθέου Τριάδος. άνωθεν, σοφίαν λόγων καταπλουτήσας, έβλυσας, θεολογίας ένθεα ρείθρα, εξ ων πίνοντες βοώμεν. χαίροις θεόφρον, Συμεών Όσιε.
Μεγαλυνάριον
Άπασαν την αίσθησιν υπερβάς, εκ των υπέρ φύσιν, θεαμάτων τας δωρεάς, θεολόγω γλώσση, ω Συμεών πορθμεύεις, καλλιγραφών τον τρόπον τον της θεώσεως.
Ο Όσιος και Θεοφόρος πατήρ ημών Συμεών ο Νέος Θεολόγος (956-1036), εκοιμήθη την 12ην Μαρτίου και εορτάζεται την 12ην Οκτωβρίου.
Να και πάλιν εγώ απευθύνομαι προς αυτούς που λέγουν ότι έχουν Πνεύμα Άγιον, δίχως να το γνωρίζουν, και νομίζουν ότι το απέκτησαν με το Θείον Βάπτισμα μέσα τους. Νομίζουν ότι έχουν τον θησαυρόν (Β’ Κορ. 4, 7), αλλά όμως καταλαβαίνουν ότι ο εαυτός τους είναι εντελώς άδειος από αυτόν. Προς εκείνους που ομολογούν ότι εις το άγιον Βάπτισμα δεν αισθάνθηκαν τελείως τίποτε, αλλά πιστεύουν ότι από τότε η δωρεά του Θεού κατοίκησε μέσα τους και μέχρι τώρα υπάρχει μέσα εις την ψυχήν τους, δίχως να την καταλαβαίνουν και να την αισθάνωνται. Και όχι μόνον προς αυτούς (απευθύνομαι) αλλά και προς εκείνους που λέγουν ότι δεν έλαβαν ποτέ καμμίαν αίσθησι της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος δια της θεωρίας και αποκαλύψεως, αλλά μόνον με την πίστι και τον λογισμό. Και δεν εδέχθησαν την Χάρι δια της εμπειρίας αλλά την κρατούν μέσα τους με την ακρόασι των θείων λόγων.
Θα παραθέσω, λοιπόν, όσα λέγουν, και άκουσε τι ισχυρίζονται αυτοί οι δήθεν σοφοί και επιστήμονες (Δευτ. 1, 13. Πρβλ. Ησ. 5, 21) κατά την γνώμη τους: «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, λέγει ο Παύλος, Χριστόν ενεδύσασθε» (Γαλ. 3, 27). Τι λοιπόν; Δεν είμεθα κι εμείς βαπτισμένοι; Εάν βαπτισθήκαμε, είναι φανερόν, όπως λέγει ο Απόστολος, ότι έχομεν ενδυθή τον Χριστόν. Αυτός είναι ο πρώτος ισχυρισμός τους και η απόδειξίς του, δια του αγιογραφικού χωρίου.
Τι θα μπορούσαμε να απαντήσωμε, όχι εμείς, αλλά το Άγιον Πνεύμα, προς αυτούς; Αυτό το ένδυμα, τι λέτε ότι είναι, άνθρωποι, ο Χριστός; Ναι, λέγουν. Ο Χριστός δηλαδή είναι κάτι -δια να ομιλήσω κι εγώ σαν άφρων προς ανόητους- ή δεν είναι; Είναι κάτι, βεβαίως θα πουν, εάν δεν έχουν χάσει τελείως τα λογικά τους. Εάν, όμως, ομολογείτε ότι είναι κάτι, πέστε τι είναι. Δια να διδάξετε πρώτα τους εαυτούς σας να μην ομιλούν σαν άπιστοι, αλλά σαν πιστοί. Τι άλλο, βεβαίως, είναι ο Χριστός αν όχι Θεός αληθινός, ο οποίος έγινε αληθινά τέλειος άνθρωπος; Αφού το παραδέχεσθε, αυτό, πέστε μας και για ποιον λόγον έγινε ο Θεός άνθρωπος; Οπωσδήποτε, σύμφωνα με την διδασκαλία των Θείων Γραφών και τα ίδια τα γεγονότα που συνέβησαν και συμβαίνουν συνεχώς -ακόμη κι αν εσείς τα αγνοείτε μη θέλοντας να τα ακούσετε- για να κάνη τον άνθρωπον Θεόν (Ιω. 1, 12. Γαλ. 4, 5). Και με ποιον τρόπον κατεργάζεται την θέωσι του ανθρώπου; Δια της σαρκός ή δια της Θεότητός Του; Βεβαίως δια της Θεότητος. «Η σαρξ ουκ ωφελεί ουδέν. το πνεύμα εστιν το ζωοποιούν» (Ιω. 6, 63). Εάν, λοιπόν, δια της Θεότητός Του εθέωσε πρώτα την σάρκα την οποία προσέλαβε, και εμάς όλους μας ζωοποιεί όχι με την φθαρτή σάρκα, αλλά με την θεωθείσα σάρκα Του. Ώστε ποτέ και με κανένα τρόπο να μην τον θεωρήσωμε άνθρωπο αλλά να Τον ομολογήσωμε ένα Θεόν τέλειον με δύο φύσεις -διότι ένας είναι ο Θεός- επειδή το φθαρτόν κατεπόθη υπό της αφθαρσίας (Α’ Κορ. 15, 54), και το σώμα δεν αφανίσθηκε από το ασώματον, αλλά το σώμα ηλλοιώθη τελείως και μένει ασύγχυτον, αρρήτως αναμεμιγμένο και ενωμένο με την Τριαδική Θεότητα, δια μίξεως αμίκτου, ώστε να προσκυνείται ένας Θεός σε τρία Πρόσωπα, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα. Και καμμία προσθήκη να μη γίνη εις τον αριθμό των Προσώπων, λόγω της ενανθρωπήσεως, ούτε να υποστή καμμίαν μεταβολήν η Αγία Τριάς εκ του ανθρωπίνου σώματος.
Δια ποιον λόγον τα λέγω αυτά; Δια να γνωρίσης εκ των προτέρων αυτά που ωμολόγησες, όταν σε ρώτησα. Να μη παρεκκλίνης εξ αγνοίας από την ευθείαν οδόν των νοημάτων και εμάς να κουράσης και εις την ψυχήν σου να προσθέσης περισσότερον κρίμα.
Πάλιν, όμως, θα σου υπενθυμίσω με συντομία όσα είπαμε, δια να γίνουν κατανοητά και αυτά που θα πω παρακάτω. Είναι, λοιπόν, ο Χριστός. Τι είναι όμως; Θεός αληθινός, ο οποίος έγινε και τέλειος άνθρωπος, αληθινά. Και έγινε άνθρωπος -που δεν ήτο πριν- δια να κάνη Θεόν τον άνθρωπον -που ποτέ προηγουμένως δεν είχε γίνει. Και μας εθέωσε και θα μας θεοποιεί όχι μόνον δια της σαρκός Του. διότι αυτή δεν χωρίζεται. Πρόσεχε τώρα και απάντησέ μου με σύνεσι καθώς θα σε ρωτώ (Σοφ. Σειράχ 5, 12). Εάν οι βαπτισμένοι ενδύονται τον Χριστόν (Γαλ. 3, 27), τι είναι αυτό που ενδύονται; Ο Θεός. Και αυτός που εφόρεσε τον Θεόν δεν καταλαβαίνει νοερώς και δεν βλέπει τι εφόρεσε; Αυτός που είναι γυμνός και ενδύεται καταλαβαίνει το ένδυμα και το βλέπει. Και αυτός που είναι γυμνός εις την ψυχήν, όταν ενδύεται τον Θεόν δεν τον καταλαβαίνει; Εάν δεν αισθάνεται ο ενδυόμενος τον Θεόν, τι τέλος πάντων εφόρεσε; Λοιπόν, για σένα ο Θεός δεν είναι παρά ένα τίποτε! Διότι αν ήτο κάτι, αυτοί που θα τον εφορούσαν, θα Τον καταλάβαιναν. Διότι, όταν δεν ενδυόμεθα τίποτε, δεν καταλαβαίνομε τίποτε. Ενώ, όταν ενδυόμεθα κάτι εμείς οι ίδιοι, ή κάποιοι άλλοι μας ενδύουν, το καταλαβαίνομε πολύ καλά, εάν βέβαια οι αισθήσεις μας λειτουργούν σωστά. Διότι μόνον οι νεκροί δεν καταλαβαίνουν όταν τους ενδύουν και φοβούμαι μήπως και αυτοί που τα ισχυρίζονται αυτά είναι πράγματι νεκροί και γυμνοί. Και έτσι απαντήθηκε το ζητούμενο.
Έπειτα, λέγουν το εξής: «Το Πνεύμα μη σβέννυτε» (Α’ Θεσσ. 5, 19) παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος, και καθώς το λέγουν, επειδή δεν γνωρίζουν το νόημα των λόγων, φανερώνουν την άγνοιά τους. Επειδή αυτός που λέγει, «μη σβήσης την λαμπάδα» δεν ομιλεί για μια λαμπάδα που έσβησε, αλλά για μια λαμπάδα που καίει και λάμπει το φως της. Προς αυτούς πάλι, απαντούμε τα εξής:
Τι λοιπόν; Μήπως βλέπετε καθόλου μέσα σας, άνθρωποι, το Πνεύμα να καίγεται και να λάμπη, όπως είναι εύλογον; Και εις αυτό όχι μόνον δεν αποκρίνονται τίποτε, αλλά και στρέφουν αλλού το πρόσωπό τους, αλλάζουν έκφρασι και δυσανασχετούν σαν να άκουσαν κάποια βλασφημία. Έπειτα, δείχνουν φιλοτιμία προς εκείνον που τους ρώτησε, υποκρίνονται δήθεν τον πράο και απαντούν ήρεμα: «Και ποιος ποτέ θα τολμήση να πη ότι είδε το Πνεύμα ή ότι το είδε καθ’ ολοκληρίαν;». Μακριά η βλασφημία! «Θεόν, λέγει, ουδείς εώρακε πώποτε» (Ιω. 1, 18). Πω! πω! Τι σκοτάδι! Ποιος το είπε αυτό, πες μας. «Ο μονογενής, λέγει, Υιός, ο ων εις τον κόλπον του Πατρός, εκείνος εξηγήσατο» (Ιω. 1, 18). Αυτά που λέγεις είναι αληθινά και η μαρτυρία σου είναι αληθινή, αλλά στρέφεσαι εναντίον της ψυχής σου. Διότι, εάν εγώ σου παρουσιάσω τον ίδιον τον Υιόν του Θεού να σου λέγη ότι αυτό είναι δυνατόν, τι θα πης; Διότι λέγει: «Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα» (Ιω. 14, 9). Αυτό δεν το είπε όσον αφορά την δράσι της ανθρωπίνης σαρκός Του, αλλά την αποκάλυψι της Θεότητός Του. Διότι εάν εννοήσωμε ότι αυτό συμβαίνει κατά την σωματική του φανέρωσι, τότε και αυτοί που Τον εσταύρωσαν και το έπτυσαν, είδαν εις το πρόσωπό Του τον Πατέρα. Και έτσι δεν υπάρχει καμμία διαφορά και διάκρισις μεταξύ πιστών και απίστων, αλλά όλοι εξ ίσου επέτυχαν και συνεχίζουν να επιτυγχάνουν τον ποθούμενο μακαρισμό, και είδαν όλοι τον Θεόν. Αλλά όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα, όχι δεν είναι έτσι. Όπως πάλι δείχνει και ο ίδιος, όταν συνομιλή με τους Ιουδαίους και λέγει: «Ει εγνώκειτέ με, και τον Πατέρα μου εγνώκειτέ αν» (Ιωάν. 14, 7).
Ότι είναι δυνατόν να δούμε τον Θεόν, όσον βεβαίως είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον να τον δη, άκουσε και τον ίδιον τον Χριστόν, τον Υιόν του Θεού πάλι να λέγη: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. 5, 8). Τι έχεις να πης δι’ αυτά; Αλλά γνωρίζω ότι εκείνος που δεν πιστεύει εις τα αγαθά που ευρίσκονται μέσα εις τα χέρια του και δεν είναι πρόθυμος να τα λάβη, θα προσφύγη εις τα μέλλοντα και θα απάντηση: «Ναι, πράγματι, οι καθαροί τη καρδία τον Θεόν όψονται, αλλά αυτό θα γίνη, εις τον μέλλοντα αιώνα και όχι εις τον παρόντα». Δια ποιον λόγον, και πώς είναι δυνατόν αυτό, αγαπητέ μου; Εάν ο Κύριος είπε ότι οι καθαροί στην καρδιά θα δουν τον Θεόν, πάντως όταν επιτύχωμε αυτήν την καθαρότητα, θα έχομε κατά συνέπεια και την θέα του Θεού. Και αν εκαθάριζες ποτέ την καρδιά σου, θα εγνώρίζες ότι είναι αληθινά τα λεγόμενα. Επειδή, όμως, δεν τα έβαλες αυτά εις την καρδιά σου, (Πράξ. 5, 4) ούτε επίστευσες ότι είναι αληθινά, γι’ αυτό και την κάθαρσι της καρδιάς περιφρόνησες και την δράσι του Θεού έχασες. Διότι, αν η κάθαρσις γίνεται εδώ, εδώ και η δράσις του Θεού. Εάν πης ότι μετά θάνατον θα δούμε τον Θεόν, θα θέσης αναγκαστικά και την κάθαρσι μετά τον θάνατο. Έτσι, όμως, ποτέ δεν θα δης τον Θεόν, επειδή μετά τον θάνατον δεν θα είναι δυνατόν να κάνης καμμίαν εργασίαν εις τον εαυτόν σου δια να επιτύχης την κάθαρσί σου. Αλλά και ο Κύριος τι λέγει; «Ο αγαπών με τας έντολάς μου τηρήσει και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν» (Ιω. 14, 21). Πότε, όμως, θα γίνη η εμφάνισίς Του; Εδώ ή εις την μέλλουσαν ζωήν; Είναι φανερόν ότι εδώ θα γίνη. Διότι όπου υπάρχει ακριβής τήρησις των εντολών Του, εκεί γίνεται και η εμφάνισις του Σωτήρος. Μετά την εμφάνισί Του, έρχεται μέσα μας η τελεία αγάπη. Και εάν δεν γίνη αυτό, δεν μπορούμε ούτε να Τον πιστεύωμε, ούτε να Τον αγαπούμε όπως πρέπει. Διότι έχει γραφή: «Ο μη αγαπών τον αδελφόν αυτού ον ορά, τον Θεόν ον ου βλέπει, πώς δύναται αγαπάν;» (Α’ Ιω. 4, 20). Με κανένα τρόπο.
Αυτός όμως που δεν μπορεί να αγαπά, είναι φανερόν ότι ούτε να πιστεύη μπορεί. Και άκουσε τον Απόστολο Παύλο να λέγη: «Μένει δε τα τρία ταύτα, πίστις, ελπίς, αγάπη. μείζων δε πάντων η αγάπη» (Α’ Κορ. 13, 13). Εάν η πίστις συνδέεται με την ελπίδα και η ελπίδα είναι κι αυτή συνακόλουθος της αγάπης, αυτός που δεν έχει αγάπη, δεν έχει ούτε ελπίδα και αυτός που είναι εκτός της ελπίδος, είναι και εκτός της πίστεως. Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν, όταν απουσιάζουν οι αιτίες της αγάπης (δηλ. η πίστις και η ελπίς), η αγάπη να παρευρίσκεται; Όπως ο επάνω όροφος μιας κατοικίας δεν μπορεί να σταθή χωρίς θεμέλια, έτσι δεν είναι δυνατόν μέσα στην ψυχή του ανθρώπου να ευρεθή η αγάπη του Θεού δίχως την πίστι και την βέβαιη ελπίδα. Και αν δεν έχη κανείς την αγάπη, ούτε από τις υπόλοιπες αρετές ωφελείται (Α’ Κορ. 13, 3), ούτε θα ωφεληθή, όπως μαρτυρεί και ο Απόστολος Παύλος με όσα γράφει. Ότι από την παρούσα ζωή μπορούμε να δούμε τον Θεόν, άκουγε τι λέγει ο ίδιος: «Νυν βλέπω εν εσόπτρω και εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α’ Κορ. 13, 12). Και πάλιν: «Νυν γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθ’ ο και επεγνώσθην» (Α’ Κορ. 13, 12). Αλλά εκείνος, λέγει, ήτο ο Παύλος. Αλλά ο Παύλος δεν ήτο κατά πάντα άνθρωπος, ομοιοπαθής μας και σύνδουλός μας; Και ποιος είναι ίσος με τον Παύλο, υπερήφανε και άμυαλε, απαντούν αυτοί, και τον εξισώνεις μ’ εμάς τους κοινούς ανθρώπους; Σ’ αυτούς δεν απαντούμε εμείς, αλλά ο ίδιος ο Παύλος με μεγάλη φωνή φωνάζει και λέγει: «Χριστός ήλθεν -ακούσατε- αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ» (Α’ Τιμ. 1, 15). Πρώτος, λοιπόν, εκείνος από τους σωζόμενους αμαρτωλούς. Γίνε εσύ δεύτερος, γίνε τρίτος, γίνε δέκατος, γίνε σύμψυχος (Φιλιπ. 2, 2) με τις χιλιάδες και τις μυριάδες των σωζόμενων, εάν θέλης και συναρίθμησε τον εαυτό σου με τον Απόστολο Παύλο. Έτσι θα τίμησης τον Παύλο, όπως και ο ίδιος λέγει: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού» (Α’ Κορ. 11, 1). Και πάλι: «Ήθελον πάντας είναι ως έμαυτόν» (Α’ Κορ. 7, 7).
Εάν, λοιπόν, θέλης να επαινέσης τον Παύλο ή να τον τιμήσης, να τον μιμηθής. Και όπως είναι εκείνος, τέτοιος να γίνης κι εσύ εις την πίστι, και τότε αληθινά θα τον τίμησης. Και εκείνος θα σε δεχθή και θα σε λογαριάση σαν δική του δόξα και στεφάνι καυχήσεως (Α’ Θεσσ. 2, 19), διότι άκουσες τα λόγια του και τον πίστεψες και τον ακολούθησες κι έγινες μιμητής του. Έγινες κι εσύ σαν κι αυτόν. Εάν, όμως, λέγης ότι είναι προσβολή και ατιμία δια τον Παύλον να γίνη και άλλος όμοιός του και δι’ αυτό καταφρονείς την σωτηρία σου και γίνεσαι αμελής, να γνωρίζης ότι επειδή παραπλανάς τον εαυτό σου κι εκείνος θα σε αποστρέφεται τόσο περισσότερο και θα σε βδελύσσεται. Θέλεις, όμως να σου δείξω ότι θα τον τίμησης περισσότερο και θα τον χαροποίησης και θα τον δοξάσης, αν μπόρεσης να γίνης ανώτερός του και οικειότερος του Θεού; Άκουσε τον ίδιον να το παρουσιάζη και να λέγη: «Ηυχόμην ανάθεμα είναι από Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα» (Ρωμ. 9, 3). Εκείνος προτιμά να χωρισθή τελείως από τον Χριστόν, δια να σωθής εσύ, κι εσύ λέγεις ότι θα το θεωρήση ατιμία αν θελήσω και προσπαθήσω να γίνω κι εγώ όμοιός του; Όχι, αδελφέ μου, δεν έχουν φθόνον οι άγιοι του Θεού, δεν έχουν επιθυμία και όρεξι δια προεδρίες, δόξες και τιμές ανώτερες από τους άλλους. Διότι αυτοί που ανεδείχθησαν δια μέσου γενεών και γενεών φίλοι του Θεού και Προφήτες, μία πρωτοκαθεδρία και θέσι και δόξα και απόλαυσι και τιμή προτιμούν, να βλέπουν τον Θεόν. Και εκείνοι που βλέπουν τον Θεόν είναι απηλλαγμένοι από κάθε περιέργεια. Δεν μπορούν να κοιτάζουν και να στρέφονται πάλι εις τα πράγματα του βίου αυτού και τους ανθρώπους, ή να σκέφτονται πράγματα ανάρμοστα, με κανένα τρόπο, αλλά ο νους τους έχει απελευθερωθή από την προσκόλλησι εις τα γήινα. Δι’ αυτό και μένουν πλέον άτρεπτοι εις τους αιώνες και δεν μεταβάλλονται ποτέ προς το κακό.
Όμως θα σε ερωτήσω κι εσύ απάντησέ μου συνετώς (Σοφ. Σειράχ 5, 12). Αυτά από που τα γνωρίζουν εκείνοι που τα έγραψαν; Και τώρα, αυτός που τα γράφει, από πού τα γνωρίζει; Πες εσύ, δια να μη σου φανώ πάλι ότι μιλώ με κενοδοξία. Τίνος είναι αυτά τα λόγια; Σκέψου λογικά και οπωσδήποτε θα πεισθής και θα με απαλλάξης από τις συζητήσεις. Βεβαίως, είναι λόγια ανθρώπου, απαντά εκείνος. Αλλοίμονο! Η ακοή σου δεν βοηθά την όρασί σου (Αββακ. 2, 2), αλλά παραμένεις άνθρωπος που ακούει και δεν βλέπει τίποτε. Λέγεις ότι τα λόγια αυτά είναι λόγια ανθρώπου; Εάν είναι λόγια ανθρώπου, τουλάχιστον πες μας τι λογής ανθρώπου είναι. Επειδή ο άνθρωπος, όχι μόνον τους συλλογισμούς και τις διαθέσεις άλλου άνθρωπου δεν μπορεί να γνωρίζη ή να εκφράζη αλλά ούτε των ζώων τις ορμές και την συμπεριφορά, ούτε την εσωτερική κατάστασι της ψυχής. «Ουδείς γαρ οίδε τα του ανθρώπου, ει μη το πνεύμα του ανθρώπου το ενοικούν εν αυτώ» (Α’ Κορ. 2, 11). Εάν, όμως, είναι δύσκολο δια τον άνθρωπο να γνωρίση καλά τις διαθέσεις των ανθρώπων και τις ορμές των αλόγων ζώων, από που και με ποιον τρόπο μπορεί να γνωρίση τα του Θεού, δηλ. την αλλοίωσι και την πνευματική κατάστασι που επέρχεται εις τους αγίους με την θεωρίαν του Θεού – δια να μη μιλήσω προς το παρόν δια ενέργειαν; Άλλωστε αν τα λόγια είναι ανθρώπου -όπως λέγεις- οπωσδήποτε θα είναι ανθρώπου και τα νοήματα των λόγων αυτών. Τα νοήματα όμως, των λόγων αυτών, δεν πρέπει να λέγωνται νοήματα, αλλά θεωρία των αληθώς και πραγματικώς όντων. Διότι εμείς ομιλούμε από την θεωρία εκείνων. Αλλά μάλλον θα έπρεπε να λέγεται διήγησις ο λόγος δια πράγματα που έχομε ιδή, ενώ νόημα πρέπει να λέγεται εκείνο που γεννιέται σαν σκέψις του νου, περί ενός πράγματος ή θελήματος που δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθή και λάβει υπόστασι, όπως π.χ. η σκέψις να διαπράξωμε κάτι κακό ή καλό, που δεν έχομε ακόμη πράξει και το οποίο από νόημα μετατρέπεται σε έργο. Ώστε νόημα είναι η αρχή κάποιου πράγματος που θα διαπράξουμε, σύμφωνα με το «Πρώτον μεν εννοεί τας αγγελικάς δυνάμεις και ουρανίους και το εννόημα έργον ην»2 .
Και σκέψου ότι όλοι οι λόγοι μας δεν αναφέρονται σε κάποια ανύπαρκτα και αφανέρωτα πράγματα, αλλά σε εκείνα που έχουν γίνει και θα γίνουν. Και μάλιστα όλες οι εξηγήσεις που δίνομε βγαίνουν από την δική μας θεωρία και όρασι. Αυτός που θέλει να περιγράψη κάποιο πράγμα, ένα σπίτι π.χ. ή μία πόλι ή κάποιο παλάτι και την τάξι που επικρατεί μέσα εις αυτό και την κατάστασί του, ή πάλι κάποιο θέατρο και όσα τελούνται εκεί, είναι ανάγκη πρώτα να δη και να γνωρίση καλά τι υπάρχει και τι γίνεται μέσα εις τους χώρους αυτούς και έτσι, έπειτα για όσα θέλει, θα μιλήση στοχαστικά και συνετά. Διότι αν δεν δη προηγουμένως, τι θα μπορούσε να πη από τον εαυτό του; Την σκέψι κάποιου πράγματος που ποτέ δέν είδε, από πού θα μπορούσε να την αντλήση και να την διηγηθή; Ποια, πες μου, ενθύμησι ή γνώσι ή μάθησι, ποια φρόνησι, σκέψι, επινόησι και συλλογισμό κατάλληλο θα εύρη να είπη δια πράγματα που δεν εγνώρισε καθόλου; Είναι εντελώς παράλογο και αδόκιμο να λέγη δια πράγματα που δεν εγνώρισε και δεν είδε ποτέ. Και αν δια πράγματα επίγεια και ορατά κανείς δεν μπορεί να μιλήση, αν δεν γίνη αυτόπτης θεατής του πράγματος, πώς θα μπορούσε να μιλήση και να διηγηθή, αδελφοί μου, δια τον Θεόν και τα θεία πράγματα και δια τους αγίους και δούλους του Θεού, δηλ. ποια σχέσι είχαν εκείνοι με τον Θεόν συνολικά και ποια είναι η όρασις του Θεού που συμβαίνει εις τους αγίους κατά τρόπον ανέκφραστον; Και η όρασις αυτή προξενεί νοερώς στις καρδιές τους ενέργειαν ανεκλάλητον. Ο ανθρώπινος λόγος, όμως, δεν είναι εις θέσιν να εκφράση κάτι περισσότερο, αν δεν φωτισθή πρώτα από το φως της γνώσεως (Ωσηέ 10, 12), σύμφωνα με αυτά που προστάζει η εντολή.
Και ακούγοντας φως γνώσεως -δια να σε καθοδηγήσω εις το φως δια μέσου όλων- μη νομίσης ότι είναι μόνον γνώσις των λεγομένων δίχως την παρουσία φωτός. Δεν μίλησε δια διήγησι ή λόγο γνώσεως αλλά δια φως γνώσεως και γνώσεως φως (Ψαλμ. 35,. 10), σαν να δημιουργή το φως μέσα μας την γνώσι. Διότι αλλιώς δεν είναι δυνατόν να γνωρίση κανείς τον Θεόν, παρά μόνον με την θεωρία του φωτός που εκπέμπεται από Αυτόν. Όπως ακριβώς, όταν διηγήται ένας άνθρωπος σε κάποιους για έναν άλλον άνθρωπο ή για κάποια πόλι, λέγει όσα είδε και εγνώρισε. Κι αυτοί που τον ακούν, εάν δεν είδαν τον άνθρωπο και την πόλι, δεν μπορούν μόνον δια της ακοής να καταλάβουν και να γνωρίσουν, όπως γνωρίζει αυτός που είδε και τα διηγείται. Έτσι και δια την άνω Ιερουσαλήμ, και δια τον Θεόν που κατοικεί εις αυτήν και δια την απρόσιτον δόξαν του προσώπου Του και δια την ενέργεια και την δύναμι του παναγίου Του Πνεύματος, δηλ. του φωτός, κανείς δεν μπορεί να ομιλήση, εάν πρώτα δεν δη αυτό το φως με τους οφθαλμούς της ψυχής και γνωρίση ακριβώς τις ελλάμψεις του και τις ενέργειές του, μέσα του. Αλλά και εάν, μέσα στις άγιες Γραφές, ακούει να λέγουν κάτι αυτοί που είδαν τον Θεόν, εκείνα μόνον δια του Αγίου Πνεύματος διδάσκονται. Οπότε, δεν μπορεί να λέγη ότι γνώρισε τον Θεό μόνον εξ ακοής. Αυτός που δεν είδε, πώς είναι δυνατόν να Τον γνωρίζη; Αφού μόνον η όρασις δεν επαρκεί να μας δώση τέλεια γνώσι του πράγματος που βλέπομε, πώς είναι δυνατόν να μας δώση την γνώσι αυτή μόνον η ακοή; Ο Θεός είναι φως, και η θέα του Θεού είναι σαν φως. Με την θεωρία αυτού του φωτός, γίνεται η πρώτη γνώσις, ότι είναι ο Θεός. Όπως συμβαίνει και με κάποιον άνθρωπον. Πρώτα ακούμε γι’ αυτόν, έπειτα τον βλέπομε και μόλις τον δούμε, καταλαβαίνομε ότι αυτός είναι ο άνθρωπος για τον οποίον ακούσαμε. Αλλά και πάλι δεν είναι αυτή η ακριβής απόδοσις των πραγμάτων. Διότι όσα και αν ακούσης για κάποιον άνθρωπο, μόνον εξ ακοής δεν μπορείς να τον αναγνώρισης με βεβαιότητα και να πληροφορηθής ότι πράγματι είναι εκείνος, για τον οποίον άκουσες, αν συμβή να τον συναντήσης, αλλά η ψυχή σου διχάζεται από την αμφιβολία και ή τον ρωτάς ή ρωτάς κάποιον άλλον που τον γνωρίζει και τότε βεβαιώνεσαι για το πρόσωπό του.
Το ίδιο ακριβώς γίνεται και με τον αόρατον Θεόν. Όταν αποκαλυφθή σε κάποιον και Τον ιδή, βλέπει φως. Και θαυμάζει βλέποντας, αλλά δεν γνωρίζει αμέσως ποιος είναι αυτός που του εμφανίσθηκε, ούτε όμως τολμά να Τον ρωτήση -πώς θα ήτο δυνατόν να ρωτήση Αυτόν, τον Οποίον ούτε να κοιτάξη με τα μάτια του μπορεί και να ιδή τι λογής είναι;- βλέπει μόνον με φόβο και τρόμο κατά κάποιον τρόπον προς τα πόδια Του και ξέρει βέβαια ότι κάποιος είναι εκείνος που φανερώθηκε εμπρός του. Και αν υπάρχη κάποιος που να του έχη εξηγήσει προηγουμένως, επειδή αυτός έχει ο ίδιος γνωρίσει τον Θεόν, πηγαίνει σ’ αυτόν και του λέγει: «Είδα». Και εκείνος απαντά: «Τι είδες, παιδί μου;». -«Φως, πάτερ, γλυκό, πολύ γλυκό. Τι λογής, όμως, ήταν, πάτερ, δεν είναι σε θέσι ο νους μου να σου περιγράψη». Και καθώς του μιλά, η καρδιά του σκιρτάει και χορεύει και ανάβει από τον θείον πόθον του εμφανισθέντος εις αυτόν. Μετά αρχίζει πάλι με δάκρυα θερμά και πολλά να λέγη: «Είδα, πάτερ μου, εκείνο το φως. Αμέσως τότε χάθηκε το κελλί μου και ο κόσμος έσβησε, έφυγε, όπως μου φαίνεται, εμπρός στην παρουσία Του (Ψαλμ. 67, 2). Και έμεινα μόνος εγώ με την παρουσία εκείνου του φωτός. Δεν ξέρω, πάτερ, αν το σώμα μου ήταν κι αυτό εκεί. Δεν γνωρίζω αν ήμουν εκτός σώματος, τότε δεν καταλάβαινα αν φορούσα το σώμα μου και το είχα. Ένιωθα πολλή χαρά και τώρα χαρά ανέκφραστη είναι μέσα μου και αγάπη και πολύς πόθος, ώστε να ρέουν ποταμοί δακρύων από τα μάτια μου, όπως βλέπεις και τώρα να τρέχουν». Και ο πνευματικός πατήρ αποκρίνεται και λέγει: «Εκείνος είναι, παιδί μου». Και μετά από τους λόγους αυτούς Τον βλέπει πάλι. και σιγά-σιγά καθαρίζεται τελείως και καθώς καθαρίζεται αποκτά παρρησία και ερωτά Εκείνον τον Ίδιον πλέον και Του λέγει: «Εσύ είσαι; ο Θεός μου;» και Αυτός αποκρίνεται: «Ναι, εγώ είμαι, ο Θεός, που έγινα άνθρωπος δι’ εσέ. Και να, εγώ, όπως βλέπεις, σε έχω κάνει και θα σε κάνω θεόν»3.
Όταν, λοιπόν, επί πολύ χρόνο πενθή και κλαίει και προσπίπτει εις τον Θεόν και ταπεινώνεται, αρχίζει λίγο-λίγο πλέον να γνωρίζη τα του Θεού. Και όταν φθάση σ’ αυτό το σημείο, τότε μαθαίνει «το θέλημα Αυτού το άγιον και ευάρεστον και τέλειον» (Ρωμ. 12, 2). Εάν δεν Τον δη, το λέγω πάλι, δεν μπορεί να Τον γνωρίση. Και αν δεν Τον γνωρίση, πώς θα μπόρεση να ξέρη το άγιον θέλημά Του; Εάν αυτό είναι αδύνατον όσον αφορά ανθρώπους, πολύ περισσότερο είναι αδύνατον για τον Θεό. Γι’ αυτό, όσο προκόβει πνευματικά και όσο περισσότερο πλησιάζει τον Θεό, τότε, από εκείνα που του συμβαίνουν εκ του Θεού, μαθαίνει τι έκανε ο Θεός με όλους τους προηγουμένους αγίους και όσα θα κάνη με τους μεταγενεστέρους αγίους. Και διδάσκεται από τον ίδιον τον Θεόν και μαθαίνει για τους στεφάνους και τις αμοιβές που θα λάβουν οι Άγιοι εις την μέλλουσα ζωή, ότι αυτά υπερβαίνουν την ανθρώπινη λογική και τον νου και την διάνοια. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και αντιλαμβάνεται καθαρά τι είδους θα είναι μετά την Ανάστασι των νεκρών, και αυτός και όλοι οι Άγιοι που θα είναι μαζί του. Όμως, δεν τα απολαμβάνει αυτά εις την παρούσα ζωή, αν και κάποιοι, πολύ κακώς, εσκέφθησαν για μας ότι κάτι τέτοιο υποστηρίζομε. Διότι αν δεχόμασταν ότι εις αυτήν την ζωήν απολαμβάνομε τα πάντα, σύμφωνα με αυτούς, αρνούμαστε αυτήν την ίδια την Ανάστασι των νεκρών, την μέλλουσα κρίσι και την ανταπόδοσι και απορρίπτομε με την θέλησί μας την ελπίδα των μελλόντων αγαθών. Αλλά εμείς όχι μόνο δεν πιστεύομε και δεν υποστηρίζομε κάτι τέτοιο, αλλά και όσοι τα πιστεύουν αυτά, τους αναθεματίζομε. Εμείς λέγομε και ομολογούμε ότι τώρα, εις την παρούσα ζωή, απολαμβάνομε μετρίως τους αρραβώνες (Β’ Κορ. 1, 22) όλων των μελλόντων αγαθών, όμως το όλον και τέλειον μετά τον θάνατο ελπίζομε ότι θα το λάβομε, καθώς έχει γραφή: «Νυνί μεν γινώσκω, φησίν, εκ μέρους. όταν δε έλθη το παν, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται» (Α’ Κορ. 3, 12 και 10). Και σε άλλο σημείο: «Και νυν τέκνα Θεού εσμέν και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα. οίδαμεν δε ότι, εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα» (Α’ Ιω. 3, 2).
Και δια να μετατρέψω τον λόγο σε ερώτησι και απάντησι, θα ερωτήσω εκείνον που τα είπε αυτά: «Από πού, αγαπητέ και φίλε του Χριστού, γνωρίζεις ότι θα γίνης όμοιός Του; Πες μας, από πού;». «Από το Πνεύμα, απαντά το οποίον μας έδωσε (Α’ Ιω. 3, 24), από αυτό γνωρίζομε ότι είμεθα παιδιά του Θεού και Αυτός ο Ίδιος ο Θεός είναι εν ημίν, επειδή και ο Ίδιος μου το είπε, με μυστική φωνή». Αλλά ας έλθωμε πάλι εις την υπόθεσί μας.
Είπαμε προηγουμένως ότι νοήματα πρέπει να λέγονται εκείνα, όταν γεννηθή εις τον νου ο λόγος (δηλ. σκέψις, ενθύμησις) κάποιου καλού ή κακού πράγματος, όπως π.χ. να αποκτήσω κάτι ή να κάνω κακό ή καλό σε κάποιον, ενώ διήγησις και όχι νόημα πρέπει να λέγεται ο λόγος για πράγματα που έχουν ήδη γίνει ή τα έχομεν ιδή. Επίσης, είπαμε προηγουμένως ότι για πράγματα που δεν έχομε δη, πόλεις, θέατρα ή ανθρώπους, πώς είναι δυνατόν να διηγηθούμε και να μιλήσωμε γι’ αυτά την όψι, την μορφή και την θέσι τους; Και αν επιχειρήσει κανείς να μιλήση, όσοι τον ακούσουν, δικαίως θα τον χαρακτηρίσουν μυθολόγο. Αυτοί, όμως, που μίλησαν για την ημέρα της ελεύσεως του Κυρίου και για την ένδοξη και φρικτή Δευτέρα Παρουσία Του, Προφήται και Απόστολοι, ότι σαν κλέπτης εν νυκτί (Β’ Πέτρ. 3, 10. Α’ Θεσσ. 5, 2) και σαν τον πόνο του τοκετού (Α’ Θεσσ. 5, 3) και ότι εν πυρί αποκαλύπτεται (Α’ Κορ. 3, 13), από πού άραγε τα έμαθαν αυτά και τα είπαν; Από κάπου βέβαια ή από κάποιον θα τα άκουσαν, ή θα έγιναν αυτόπτες παρατηρητές της ημέρας εκείνης. Πώς θα ήτο δυνατόν να πουν κάτι που δεν είδαν οι ίδιοι ή κάτι που δεν άκουσαν άλλος να το λέγη; Εάν, όμως, άκουσαν, πες, από ποιον; Επειδή δεν λέγω ακόμη ότι είδαν και τα είπαν αλλά ότι τα άκουσαν. Λέγε, λοιπόν, εάν ξέρης, από πού τα έμαθαν; Και αν δεν ξέρης τι να απάντησης, άκουσε και γνώρισε ότι από το Άγιον Πνεύμα τα έμαθαν, καθώς ο Κύριος τους έλεγε: «Όταν δε έλθη ο Παράκλητος (Ιω. 15, 26), το Πνεύμα το Άγιον ο πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν» (Ιω. 14, 26). Και όσα δεν τους είπε ο Χριστός, το Άγιον Πνεύμα ήλθε και τα εδίδαξε στους Αποστόλους. Και ο Ίδιος το λέγει: «Έτι πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ’ ου δύνασθε βαστάζειν άρτι. όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν. ου γαρ λαλήσει αφ’ εαυτού, αλλ’ όσα αν ακούση λαλήσει και τα ερχόμενα αναγγελεί υμίν. Εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν» (Ιω. 16, 12-14). Έμαθες τώρα πλέον από που διδάχθηκαν και έγραψαν περί της ημέρας εκείνης και περί της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου και για όσα μελλοντικά θα επακολουθήσουν και περιμένουν τους δικαίους και τους αμαρτωλούς. Έτσι και για όλα τα υπόλοιπα, που εμείς δεν βλέπομε, αυτοί φωτίσθηκαν από το Άγιον Πνεύμα, τα είδαν και έγραψαν.
Απάντησε μου τώρα, στην ερώτησι που θα σου κάνω: Το Άγιον Πνεύμα τι είναι; Είναι Θεός, εκπορεύεται από τον αληθινό Θεό και ομολογούμε ότι είναι Θεός αληθινός. Καθώς βλέπεις, λοιπόν, ονομάζεις το Άγιον Πνεύμα Θεόν, ακολουθώντας τα δόγματα της Εκκλησίας. Επομένως, λέγοντας το αυτό και πιστεύοντας ότι είναι Θεός αληθινός που εκπορεύεται από τον αληθινό Θεό, δέχεσαι ότι όσοι έχουν το Άγιον Πνεύμα, έχουν αυτόν τον Ίδιον τον Θεό να μένη πάντοτε μαζί τους, όπως είπε ο Χριστός στους Αποστόλους: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσετε. και εγώ ερωτήσω τον Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα» (Ιω. 14, 15-16). Να, λοιπόν, διδάχθηκες ότι και μένει και θα κατοική εις τους ατελείωτους αιώνες. Η φράσι «ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα» αυτό φανερώνει, ότι θα είναι αιωνίως και δίχως τέλος μαζί τους και θα είναι αχώριστο από αυτούς και στον παρόντα καιρό και στον μέλλοντα. Και ότι έβλεπαν οι θείοι Απόστολοι το Άγιον Πνεύμα και όσοι αξιώθηκαν να Το λάβουν άκουσε τα παρακάτω: «Το Πνεύμα της αληθείας ο ο κόσμος ου δύναται λαβείν, ότι ου θεωρεί αυτό ούτε γινώσκει αυτό, υμείς δε γινώσκετε αυτό, ότι παρ’ υμίν μένει» (Ιω. 14, 17). Και δια να μάθης ότι και τον Χριστόν βλέπουν όσοι Τον αγαπούν και φυλάσσουν τις εντολές Του, άκουσε τον ίδιον τον Κύριο που λέγει: «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος έστιν ο αγαπών με. ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου, και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν» (Ιωάν. 14, 21).
Λοιπόν, ας γνωρίσουν όλοι οι Χριστιανοί ότι ο Χριστός είναι Θεός αψευδής και αληθινός και ότι εμφανίζεται βεβαιότατα εις αυτούς που Τον αγαπούν και φανερώνουν την αγάπη τους με την τήρησι των εντολών Του, καθώς ο Ίδιος υπεσχέθη. Και δια της εμφανίσεώς Του, ο Χριστός τους χαρίζει το Άγιον Πνεύμα και δια του Αγίου Πνεύματος πάλι, Αυτός και ο Πατήρ μένουν αχώριστοι, μαζί τους. Αυτοί οι πνευματοφόροι άνθρωποι δεν λέγουν τίποτε δικό τους. Και όποιος ισχυρίζεται ότι μιλούν από τον εαυτό τους, αυτός πιστεύει ότι μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίση τα του άλλου ανθρώπου και οι άνθρωποι ομοίως να γνωρίσουν τα του Θεού. Εάν δεν το δέχεται αυτό, ασφαλώς αποκαλεί ψεύτες και μυθολόγους αυτούς που ομιλούν δια του Αγίου Πνεύματος, ότι δεν διδάσκονται από Αυτό, αλλά ότι διδάσκουν τους άλλους πράγματα που δεν άκουσαν και δεν είδαν, από τον εαυτό τους και την δική τους λογική. Αλλά πρέπει να καταλάβωμε ότι αν μιλούν αυτοί σύμφωνα με την διδασκαλία των θεοφόρων Πατέρων που προηγήθηκαν, δια του ιδίου Αγίου Πνεύματος και αυτοί τώρα μιλούν. Και όσοι απιστούν ή τους συκοφαντούν, αμαρτάνουν εις Εκείνον που ομιλεί δια του στόματός των.
Διδάχθηκες, λοιπόν, αγαπητέ μου ότι η βασιλεία των ουρανών είναι μέσα σου (Λουκ. 17, 21) εάν θέλης, και όλα τα αιώνια αγαθά είναι στα χέρια σου. Τρέξε να δης και να πάρης, να απόκτησης τα αιώνια αγαθά που σε περιμένουν και μη τα στερηθής όλα αυτά με την αυταπάτη ότι δήθεν τα έχεις. Κλάψε, πέσε γονάτισε και παρακάλεσε, όπως κάποτε ο τυφλός (Λουκ. 18, 35 κ.ε.), έτσι τώρα κι εσύ και πες: «Ελέησέ με, Υιέ του Θεού και άνοιξε τους οφθαλμούς της ψυχής μου, για να δω το φως του κόσμου (Ίω. 9, 5), Εσένα τον Θεό μου και να γίνω υιός ημέρας (Α’ Θεσσ. 5, 5) θείας κι εγώ. Μη με εγκατάλειψης, Αγαθέ, στερημένο της Θείας Σου Χάριτος, ως ανάξιο. Εμφάνισέ μου, Κύριε, τον Εαυτό Σου για να γνωρίσω ότι με αγάπησες, επειδή τήρησα, Δέσποτα, τις θείες Εντολές Σου. Στείλε μου Οικτίρμον, τον Παράκλητο, για να με διδάξη Αυτός για Σένα και να μου φανέρωση τα δικά Σου, Θεέ του παντός. Λάμψε εις εμέ το φως το αληθινόν (Ιω. 1, 9), Εύσπλαγχνε, για να δω την δόξαν που είχες κοντά εις τον Πατέρα Σου, πριν δημιουργηθή ο κόσμος (Ιω. 17, 5). Μείνε, όπως είπες, μαζί μου, για να γίνω κι εγώ άξιος να μείνω μαζί Σου και τότε να εισέλθω εις Εσένα εν επιγνώσει και εν επιγνώσει να Σε αποκτήσω μέσα μου. Θέλησε, Αόρατε, να σχηματίσης μέσα μου την μορφή Σου (Γαλ. 4, 19), δια να βλέπω το ανέκφραστον κάλλος Σου και να φορέσω (Α’ Κορ. 15, 49), Επουράνιε, την Εικόνα Σου και να λησμονήσω όλα τα ορατά πράγματα. Δος μου, Εύσπλαγχνε, την δόξαν που Σου έδωσε ο Πατέρας Σου δια να γίνω όμοιός Σου όπως όλοι οι δούλοι Σου, θεός κατά Χάριν, και να είμαι αιωνίως μαζί Σου τώρα και πάντοτε και εις τους απέραντους αιώνας, αμήν».
Ναι αδελφέ μου αγαπητέ, πίστεψε και παραδέξου ότι έτσι είναι τα πράγματα και ότι αυτή είναι η πίστις μας. Αυτό είναι, πίστεψε, αδελφέ, το να αναγεννηθής (Ιω. 3, 4) και να ανακαινισθής και να ζήσης την εν Χριστώ ζωή (Β’ Κορ. 4, 16. Β’ Τιμ. 1, 1 κ.ε.). Δεν ακούς τον Μέγαν Βασίλειον που λέγει εις τον προτρεπτικόν λόγον του εις τα Φώτα: «Ουκ επιθυμείς σεαυτόν ιδείν, άνθρωπε, από γέροντος νέον γινόμενον;»4 και τον απόστ. Παύλον: «Ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις. τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε τα πάντα καινά» (Β’ Κορ. 5, 17). Ποια είναι τα πάντα, που λέγει; Πες εσύ, πες μας. Μήπως άλλαξε ο ουρανός; Μήπως η γη; Μήπως ο ήλιος ή τα αστέρια ή η θάλασσα ή κάτι άλλο από όσα βλέπομε έγινε καινούργιο και νέο; Αλλά δεν μπορείς να το πης αυτό. Διότι ο Απόστολος το είπε σ’ εμάς και για μας. Διότι ήμασταν νεκροί και αναστηθήκαμε εις την ζωή. Φθαρτοί και μεταβαλλόμεθα και γινόμεθα άφθαρτοι. Είμαστε θνητοί και μετατρεπόμεθα εις αθανάτους. Γήινοι και γινόμεθα επουράνιοι. Σαρκικοί, έχοντας την γέννησι από σάρκα, και γινόμεθα πνευματικοί με την αναγέννησί μας και την ανάπλασί μας από το Άγιον Πνεύμα.
Αυτή είναι, αδελφοί μου, η εν Χριστώ νέα κτίσις (Β’ Κορ. 5, 17). Αυτά κάθε ήμερα συμβαίνουν και γίνονται εις τους αληθινούς πιστούς και εκλεκτούς. Και καθώς είπαμε πολλές φορές, από όλα αυτά μόνον ένα μέρος αποκτούν και γεύονται, με επίγνωσι και αίσθησι, διότι ευρίσκονται ακόμη μέσα εις το σώμα. Αλλά ελπίζουν ότι μετά τον θάνατο, οπωσδήποτε θα κληρονομήσουν τα αγαθά αυτά ολοκληρωμένα και τέλεια. Δηλ. θα απολαύσουν ολόκληροι, ψυχή τε και σώματι, όλα τα αγαθά που απήλαυσαν εδώ μερικώς. Διότι, εάν διδασκώμεθα συνεχώς ότι τον Χριστόν τρώγομεν και πίνομεν και Τον ενδυόμεθα και Τον βλέπομε και μας βλέπει. Ότι γνωρίζομε πως Τον έχομε μέσα μας και ότι μένομε εις Αυτόν και Αυτός μένει εις εμάς, και κατοικούμε εντός Του, ότι δηλ. Αυτός είναι για μας οικία και εμείς πάλι είμεθα οικία δική Του. Έπειτα, ότι γινόμεθα παιδιά Του, και Αυτός Πατέρας μας και ότι Εκείνος είναι Φως (Ιω. 1, 5) που λάμπει εις το σκοτάδι, και εμείς λέγομε ότι Τον βλέπομε σύμφωνα με το «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα» (Ησ. 9, 1. Ματθ. 4, 16). Εάν, λοιπόν, όλα αυτά και τα υπόλοιπα, όπως έχει λεχθή, όσα δηλ. διδάσκουν οι θείες Γραφές ότι γίνονται εντός μας στον παρόντα καιρό αυτής της επίγειας ζωής, αν πούμε ότι δεν συμβαίνουν καθόλου εις εμάς, ή ότι γίνονται, αλλά με τρόπο μυστικό που δεν καταλαβαίνομε τίποτε, χωρίς να γνωρίζωμε τίποτε από αυτά, σε τι διαφέρομε από νεκρούς;
Μην αφήνετε τους εαυτούς σας στην απιστία και κατεβαίνετε στον βυθό της απωλείας. Αλλά ακόμη και εάν μέχρι τώρα δεν ελπίσατε ότι θα λάβετε αίσθησι αυτών των αγαθών και γι’ αυτό δεν τα ζητήσατε, έστω και τώρα, από αυτήν την στιγμήν πληροφορηθήτε και πιστεύσετε πρώτα ότι αυτά είναι αληθινά και σύμφωνα με τις θείες Γραφές. Διαβάσετε όλες τις θείες Γραφές με προσοχή και πληροφορηθήτε ότι εις την παρούσα ζωή δίδεται εις εμάς τους πιστούς, με επίγνωσι, η σφραγίς του Αγίου Πνεύματος (Εφεσ. 1, 13). Και αφού τα πιστεύσετε, μετά να επιδιώξετε να τα αποκτήσετε (Φιλ. 3, 12), αγωνισθήτε όχι σαν άνθρωποι που δέρουν αέρα (Α’ Κορ. 9, 26). Και επί πλέον «αιτείτε και δοθήσεται υμίν. κρούετε και ανοιγήσετε υμίν» (Ματθ. 7, 7), είτε εδώ είτε εις τον μέλλοντα αιώνα. Ακόμη να διδάσκεσθε, να μετανοήτε, να υποτάσσεσθε, να νηστεύετε, να κλαίετε, να προσεύχεσθε. Και έτσι με αυτά και όλα τα παρόμοια, τρέχετε, πυγμαχείτε, επιδιώκετε, ζητείτε, κρούετε, παρακαλείτε, προς τίποτε άλλο να μη συγκατατίθεσθε, έως ότου αποκτήσετε, έως ότου δράξετε, έως ότου λάβετε, έως ότου σας ανοιχθή η θύρα και εισέλθετε, έως ότου ιδήτε τον νυμφίον Χριστόν μέσα εις τον νυμφώνα, έως ότου ακούσετε: «Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ, επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω» (Ματθ. 25, 21), έως ότου γίνετε υιοί του φωτός και υιοί της ημέρας (Α’ Θεσσ. 5, 5). Αλλά πριν να δήτε και να τα λάβετε και να τα πάθετε, μην πλανάτε τον εαυτό σας και νομίζετε, παραλογιζόμενοι, ότι είσθε κάτι, ενώ δεν είσθε τίποτε (Γαλ. 6, 3). Και εξαπατώντας την συνείδησί σας νομίζετε ότι είσθε πνευματοφόροι πριν να λάβετε μέσα σας το Άγιον Πνεύμα και δι’ αυτό βιάζεσθε αλόγιστα να εξομολογείτε και να δέχεσθε λογισμούς των άλλων, και αναρριχάσθε σε ηγουμενίες και εξουσίες και τολμάτε άφοβα να δέχεσθε την ιερωσύνη και με αναίδεια μηχανεύεσθε χίλιους δύο τρόπους, πώς θα καταλάβετε μητροπόλεις και επισκοπές και να ποιμαίνετε τον λαόν του Κυρίου. Αλλά σας παρακαλώ, να προσέξετε τον εαυτόν σας (Δευτ. 4, 9), τα άνω φρονείτε, τα άνω ζητείτε (Κολοσ. 3, 1), τα άνω ποθείτε, να μη φροντίζετε δια τίποτε επίγειο πριν να λάβετε τα ουράνια.
Ναι, ας καταφρονήσωμε όλα τα ορατά και γήινα, ζητώ από την αγάπη σας. Ας αποτινάξωμε από επάνω μας όλα τα ανθρώπινα, όλα τα εμπαθή και βλαβερά ας τα αποστραφώμε και ας τα μισήσωμε, δια να επιτύχωμε και τα παρόντα αλλά και τα μέλλοντα αγαθά, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω Πατρί και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ Πνεύματι, εις το Ένα Τρισάγιον Φως, τώρα και πάντοτε και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
1. Το κείμενο είναι από τον Β’ τόμον των έργων του Αγίου Λόγοι – Κεφάλαια – Διάλογος, έκδοσις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ, Θεσσαλονίκη 1989.
2. Γρηγ. Θεολόγου Ρ.G. 36, 320.
3. Μαξ. Ομολογητού, κεφ. Θεολογικά 2, 25 Ρ.G. 90, 1136 Β.
4. Μ. Βασιλείου, Εις το Άγιον Βάπτισμα, Ρ.G. 31, 432 D.
Πηγή: ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΛΟΓΟΣ ΗΘΙΚΟΣ Ε’ ΕΚΔΟΣΙΣ
«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1999