ΓΚΕΡΛΑ, Μάιος 1963
ΕΓΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟΣ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ, τρομερά αδύνατος, μόλις πού στέκεται στα πόδια του δεν μπορεί να αρθρώσει δυο λέξεις, όλη την ήμερα ξαπλωμένος και σκεπασμένος με μια κουρελιασμένη κουβέρτα, βυθισμένος στην προσευχή, ό π. Χαραλάμπιε προσμένει το θάνατο.
Που και που όμως βρίσκει τον τρόπο και το κουράγιο να απαντά όταν τον ρωτούν κάτι. Ως μοναχός, φτάνει στο τέλος του επίγειου ταξιδιού του γεμάτος γαλήνη, αλλά όχι δίχως φροντίδες. Ως σώφρων άνθρωπος, πού ετοιμάζεται για το άλλο, το μεγάλο ταξίδι, ξέρει πως για ένα τέτοιο ταξίδι πρέπει κανείς να φροντίσει για όλα από πριν, να ετοιμάσει τα απαραίτητα και να εφοδιαστεί με τη σκέψη ότι εκεί όπου θα πάει θα είναι καλύτερα να περισσέψει παρά να λείψει κάτι, όταν φτάσει στο τέρμα. Αφιερώνει και σ’ εμένα λίγο χρόνο.
Τον κοιτάζω, του μιλάω και μέσα μου πλημυρίζει ή πεποίθηση πώς ό πόνος τελικά έχει νόημα, πώς ή ζωή ολόκληρη δεν μπορεί να μην έχει νόημα. “Όπως πάντα με βασανίζει ή φράση πού είπε κάποτε ό Σαρτρ: «Είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι», φράση ή όποια δεν στερείται δύναμης ούτε και αλήθειας, ακόμα και θεολογικής. Ό Μερλώ Ποντύ συμπληρώνει: «Είμαστε καταδικασμένοι να δίνουμε στα πράγματα νόημα. Ό Σορίν Βασίλιε είπε: «Σημασία δεν έχει ή πραγματικότητα άλλα ή αλήθεια (η οποία είναι άλλο πράγμα) και το νόημα». Ό πατριάρχης Αθηναγόρας τέλος είπε «Από τί πράγμα πεινάει ό σημερινός άνθρωπος; από αγάπη και από νόημα στη ζωή του».
Στον π. Χαραλάμπιε —σαν σε άγιο— σκέφτομαι να εκμυστηρευθώ (θα είναι ό πρώτος) δυο όνειρα πού είχα δει σης φυλακές της Ζιλάβας, εδώ και ενάμιση χρόνο στο κελί είκοσι πέντε.
Την πρώτη φορά είδα στο όνειρο μου τη μητέρα (πήγαινε πάντοτε στην εκκλησία του χωριού και μιλούσε τόσο τέλεια και γοητευτικά τα ρουμανικά) να με παίρνει από το χέρι και να με οδηγεί σ’ έναν τοίχο μιας εκκλησίας του Κυρίου έναν τοίχο πελώριο ζωγραφισμένο ολόκληρο με αγίους και καλυμμένο με εικόνες. Με οδηγούσε προς τις ζωγραφισμένες μορφές και τις εικόνες και με προέτρεπε να τις ασπαστώ.
Το δεύτερο όνειρο ήταν πιο συγκλονιστικό, και το λέω όνειρο, διότι δεν τολμώ να το πω αλλιώς.
Ήταν χειμώνας του ’62, ένας χειμώνας πολύ άγριος με το βοριά να λυσσομανά και τα χωριά αποκλεισμένα από το χιόνι. Ό συγγραφέας Όντομπέσκου στο
βιβλίο του Κυρία Κιάζνα γράφει κάποια στιγμή: «Είναι θλιβερός και άγριος ο χειμώνας στην επαρχία». Άγριος και θλιβερός ήταν και ό χειμώνας στις φύλακα της Ζιλάβας. Στο κελί εικοσιπέντε, στον δεύτερο τομέα, έκανε πολύ κρύο.
Ή μικρή ξυλόσομπα έχει ξεχαρβαλωθεί, δεν γίνεται να ανάψουμε ούτε μια τόση δα μικρή φωτίτσα με τα δυο τρία ξυλαράκια πού καταφέραμε να βρούμε από της 15 Δεκεμβρίου έως την 1η Μαρτίου. Ή καπνιά μέσα στο κελί τυλίγει τα πάντα με ένα παχύ στρώμα, με μια παγωμένη μαυρίλα, ή όποια συνεχίζει να απλώνεται και να σε τραβάει κοντά της. Τρεμουλιάζουμε από το κρύο, νιώθουμε πνιγμένοι από την βρόμα και πεινάμε φοβερά. Εξαιτίας του χιονιού έχει διακοπεί ό ανεφοδιασμός της φυλακής. Μας δίνουν ένα μικρό κομμάτι παγωμένη σούπα μια φορά την ήμερα και αυτό όποτε το θυμούνται. Νερό δεν υπάρχει άλλο. Το μικρό βαρέλι που χρησιμοποιούμε για τουαλέτα είναι ξεχειλισμένο.
Παραδόξως το κρύο, αντί να εξουδετερώσει την οσμή των περιττωμάτων, την εξαγριώνει. Παραμονεύουμε να δούμε πότε θα φτάσει το φαγητό, σαν τα άγρια φυλακισμένα ζώα, των οποίων ή τροφή και ή τύχη είναι στα χέρια ενός ξεχασιάρη αφέντη. Το φαγητό, πού φτάνει κάποια στιγμή τελικά, είναι από καλαμποκάλευρο, άβραστο και παγωμένο από το κρύο.
ΣΕ μια ατμόσφαιρα παγωμένη, θλιβερή και λερωμένη καταφέρνω να παραμείνω ήρεμος. Το κελί είναι γεμάτο με κρατούμενους ευγενικούς και καθωσπρέπει . Δεν βλέπαμε όμως τα πράγματα τραγικά σαν ευγενείς και εύθυμοι άνθρωποι ήμασταν. Τέτοιους ανθρώπους μόνο στις φυλακές μπορούσε να συναντήσει κανείς εκείνη την εποχή, όπως για παράδειγμα ό βεσαραβιανός μεγαλοτσιφλικάς Τσιμποϊέσκου και άλλοι.
Δίπλα μου κοιμάται ένας σοφέρ (είναι ό σοφέρ του Τσιμποϊέσκου). Τον έκλεισαν κι αυτόν στη φυλακή μαζί με το αφεντικό του και μάλιστα τον καταδίκασαν σε πολλά χρόνια φυλακή (όπως και τον Κέρτσιου, οδηγό του Άλιμανεστεάνου, γιατί πήγαινε τρόφιμα στον κύριο του, όταν εκείνος βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Μπαραγκάν). Στο δικαστήριο φέρθηκε πολύ όμορφα, παραδέχθηκε ότι πιστεύει στον χριστιανισμό και ακολούθησε τον κύριο του στη φυλακή, έτσι όπως ακολουθούσαν τους σταυροφόρους οι ασπιδοφόροι σωματοφυλακές τους, στις σταυροφορίες, στους πολέμους και στους κινδύνους. Την καθημερινή ζωή της φυλακής πάντως με δυσκολία την υπομένει,
Νευριάζει εύκολα και (όπως οι περισσότεροι απλοί άνθρωποι) υποφέρει από τον συνωστισμό, τη βρόμα και τις ελλείψεις, πιο πολύ απ’ ότι οι διανοούμενοι και γενικά οι ευκατάστατοι. Τον ενοχλεί το τρομερό ροχαλητό του διπλανού. Με δισταγμό με παρακαλεί ν’ αλλάξουμε θέσεις: να περάσω εγώ στη θέση του, πιο κοντά στην πηγή του ροχαλητού και να ‘ρθει εκείνος στη δική μου. Ή απόσταση που κερδίζει απ’ αυτή τη μετακίνηση είναι ασήμαντη από κάθε άποψη, άλλα ό άνθρωπος σε παρόμοιες καταστάσεις δημιουργεί αυταπάτες και, όταν τα πάντα εκτυλίσσονται στα όρια αντοχής του νεύρο-ψυχικού κόσμου, τότε ακόμη και μια μικρή μετακίνηση λίγων εκατοστών μπορεί να συμβάλει στον καθησυχασμό ενός ανθρώπου. Αλλάζουμε θέσεις.
(Για μένα είναι πιο εύκολο, γιατί στο κελί 80 στις φυλακές της Γκέρλας συνάντησα έναν μορφωμένο άνθρωπο, τον συνταγματάρχη Κ. Τσαράνου, το ροχαλητό του οποίου δεν πιστεύω να συναγωνίζεται κανείς σ’ αυτό τον κόσμο. Ό θόρυβος πού έβγαζε όταν ροχάλιζε ήταν τόσο τρομερός και ακαταμάχητος, πού δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί κανείς στο ίδιο δωμάτιο. Δεν ήταν θόρυβος ομοιόμορφος και συνεχής, άλλα μια σειρά από ανεξάντλητα μπουμπουνητά πάντοτε διαφορετικά, μια αληθινή γκάμα ενός καλλιτέχνη, του οποίου το στυλ ανανεώταν συνεχώς. Ύστερα από αρκετές εβδομάδες συμβίωσης κατάφερνες κλείσεις για λίγο τα μάτια, άλλα στα κλεφτά, σαν τους καπετάνιους των πλοίων που δεν μπορούν να γλιτώσουν τελείως από τη ναυτία ακόμα κι αν περάσουν χρόνια από το τελευταίο τους μπαρκάρισμα.)
Τη δεύτερη μέρα, προς το βράδυ, ό σοφέρ κατευθύνεται και πάλι προς το μέρος μου και με περισσότερο δισταγμό αυτή τη φορά μου ζητά και πάλι να αλλάξουμε θέσεις. Θέλει να ξαναγυρίσει στην αρχική του θέση. Εκεί όπου κοιμήθηκε δεν του άρεσε, υπέφερε. Αλλάζουμε και πάλι θέσεις.
Την επόμενη μέρα, ή κίνηση επαναλαμβάνεται.
Τη νύχτα φέρνουν στο κελί ένα νέο γκρουπ κρατουμένων, ένα πλήθος φύρδην μίγδην, το ένα κακό πάνω στ’ άλλο. Αυτοί έλειπαν από δω μέσα. Πόσο θλιμμένα κοιτάζουν όλοι τους τριγύρω. Γιατί όμως; Έρχονται μήπως από φυλακές καλύτερες!
Δεν περίμεναν πάντως να τους δεχτούμε όπως τούς δεχτήκαμε. Τους καλωσορίσαμε με ηρεμία και γελάσαμε όλοι με τα χάλια μας. Πού να τους βάλουμε όλους όμως να κοιμηθούν; Στριμωχνόμαστε όλοι μας για να εξοικονομήσουμε λίγο χώρο και γι` αυτούς. Ένας χώρος πού τις πιο πολλές φορές υπάρχει μόνο μέσα στη φαντασία μας, σαν κι αυτόν πού συναντά κανείς στη γεωμετρία. Μερικοί το μόνο πού καταφέρνουν είναι να λαγοκοιμούνται σε κάτι πάγκους. Σε έναν κρατούμενο ογκώδη και εξοργισμένο (το πρόσωπο του οποίου φανερώνει κούραση και αρκετά βασανιστήρια) προσφέρω τη θέση μου, μιας και μαζί είναι αδύνατον να χωρέσουμε, αλλά και όσο να ‘ναι στην κατάσταση πού βρίσκεται έχει πιο πολύ ανάγκη τον ύπνο έστω και για δυο τρεις ώρες ανάπαυσης. Περνώ την υπόλοιπη νύχτα σ’ έναν πάγκο.
Τη δεύτερη νύχτα κοιμάμαι τσακισμένος από την κούραση. Και τότε, εκείνη την νύχτα, αξιώνομαι να δώ ένα θαυμαστό όνειρο, μια οπτασία. Βλέπω τον Κύριο Ιησού Χριστό όχι προσηλωμένο στον σταυρό, άλλα σαν γιγάντιο φώς —κατάλευκο και εκθαμβωτικό—, και νιώθω ανείπωτα ευτυχισμένος. Το φώς με κατακλύζει από όλες τις μεριές, είναι μια τέλεια ευτυχία και εξαλείφει τα πάντα. Λούζομαι από εκτυφλωτικό φώς, πλέω σε φώς, βρίσκομαι μέσα στο φώς και σε έκσταση. Νιώθω πώς θα διαρκεί αιώνια, «’Εγώ είμαι», ακούω ναι μου λέει το φώς, όχι όμως με λόγια άλλα με τη σκέψη. «’Εγώ είμαι», και το νιώθω με το νου και τις αισθήσεις. Νιώθω ότι είναι ό Κύριος και ότι βρίσκομαι κατάμεσα στο φώς του Θαβώρ. Δεν βλέπω απλώς το φώς, ζω μέσα στο φώς
Μα πάνω απ’ όλα νιώθω ευτυχισμένος, ευτυχισμένος, ευτυχισμένος. Είμαι ευτυχισμένος και το νιώθω και το λέω στον εαυτό μου. Και το φώς αυτό λες και είναι πιο λαμπρό από το φώς πού εμείς ξέρουμε, λες και το φώς αυτό μιλάει και μου λέει ποιος είναι. Το όνειρο μου φαίνεται πώς διαρκεί πολύ, πάρα πολύ. Η ευτυχία πού νιώθω όχι μόνο διαρκεί συνεχώς, άλλα αυξάνεται ολοένα και περισσότερο. Αν το κακό δεν έχει τέλος, τότε ούτε και το καλό έχει όρια, ό κύκλοι του φωτός πού με περιβάλλει γίνεται ολοένα και πιο πλατύς, ενώ ή ευτυχία, που στην αρχή με τύλιξε σαν μεταξένιο πέπλο, ξαφνικά αλλάζει τακτική, γίνεται δυνατή, πετάγεται και κατρακυλά πάνω μου σαν χιονοστιβάδα, ή οποία (ενάντια στο νόμο της βαρύτητας) με σηκώνει ψηλά και κατόπιν ξανά αλλάζει τρόπους:Mε νανουρίζει τρυφερά και στο τέλος αμείλικτα με αντικαθιστά. Δεν υπάρχω πια. Αλλά όχι υπάρχω. Μα τόσο δυνατός πού δεν αναγνωρίζω πλέον τον εαυτό μου.
Από τότε ντρέπομαι ανείπωτα για τον εαυτό μου. Για τις ανοησίες που έχω κακίες για τις βρομιές, για τις ιδιοτροπίες, για τις δολιότητες. Ντροπή.) .
Ο π. Χαραλάμπιε με ακούει με προσοχή, δεν χαμογελάει, δεν ξαφνιάζεται. Mου άπαντα λέγοντας μου πώς δεν πιστεύει ότι τα δύο αυτά όνειρα είναι Αντίθετα με μακαρίζει. Μου ζητά όμως πολλή εχεμύθεια και ταπεινή αυτοκυριαρχία. Κυρίως όμως μου ζητά (είναι δύσκολο, παραδέχεται κι εκείνος, να καταλάβει αυτό κανείς, μα πρέπει, μου λέει, να προσπαθήσω) να τα δώ όλα ως φυσιολογικά, ως κάτι μη ξεχωριστό, κάτι το όποιο δεν πρέπει να με εμποδίσει και να με βγάλει από το δρόμο πού έχω διαλέξει. Μου ζητά το πρώτο όνειρο το δώ σαν μια καλή σκέψη για τη μητέρα, σαν ένα χαιρετισμό. Όσο για το δεύτερο, μου λέει πώς το έλεος του Κυρίου μας είναι αμέτρητο. Όταν περνά, συμβαίνει ή άκρη του μανδύα Του να αγγίξει κάποιον πού κάνεις δεν περιμένει.
Κάνουμε κατόπιν και σχέδια για το μέλλον, ό π. Χαραλάμπιε όντας σίγουρος εκατό τοις εκατό πώς θα πεθάνει κι εγώ εκατό τοις εκατό πεπεισμένος πώς θα ζήσει..
Δεν περνούν όμως λίγες μέρες και προκαλείται μια δυνατή αιμορραγία, ή οποία τον ρίχνει κάτω ξανά. Ό γιατρός, πού κρατείται κι αυτός στη φυλακή και κλήθηκε επίμονα, έφτασε δύσκολα και, αφού τον εξέτασε, μας κουνά αρνητικά το κεφάλι. Ό υπεύθυνος του κελιού τυλίγει τον Ιερέα με μια κουβέρτα, ενώ εγώ μαζί «κάποιον άλλο κρατούμενο τον μεταφέρουμε μέχρι την πόρτα του κελιού απ’ όπου (εμείς με πρόσωπο προς τον τοίχο και κρατώντας με τις παλάμες τα πρόσωπα μας) οι φρουροί της φυλακής τον σηκώνουν από το χώμα και τον μεταφέρουν στο νοσηλευτήριο. Λιγότερα μάθαμε πώς πέθανε τη δεύτερη μέρα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ. ΝΙΚΟΛΑΕ ΣΤΑΙΝΧΑΡΤ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΙΣΤΡΟΣ