Εάν η ήπειρος της Ευρώπης παραμείνη γνωστή με κάτι εις την ιστορίαν του πλανήτου τούτου, θα μείνη, πιθανόν, με το ότι εγνώριζε να επινοή πολυάριθμα προβλήματα και δεν ήτο εις θέσιν να λύση ούτε εν κύριον πρόβλημα, προς όφελος ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους. Εδώ ανήκουν πρωτίστως τα λεγόμενα κοινωνικά προβλήματα. Η επιθυμία να τα λύσουν, έχει γίνει μανία σχεδόν όλων των Ευρωπαίων και όλων των πνευματικών απογόνων των. Αλλά επιτρέψατέ μου την ερώτησιν: Ποιός τα λύει χωρίς το πύρ και την μάχαιραν, χωρίς την Ιεράν Εξέτασιν και την εσχάραν της;
Ο Ευρωπαίος άνθρωπος ίσταται περιπλεγμένος, συγκεχυμένος και μανιασμένος ενώπιον των κοινωνικών προβλημάτων, όπως και ενώπιον του προβλήματος του ανθρώπου. Διατί; Διότι τα προβλήματα της κοινωνίας, όταν συνοψισθούν εις τα βασικά στοιχεία των, δεν είναι άλλο παρά το πρόβλημα του ανθρώπου, πολλαπλασιασθέν με τον αριθμό όλων των ατόμων εκ των οποίων αποτελείται η κοινωνία.
Ο άνθρωπος, ακριβώς επειδή είναι άνθρωπος, είναι μέλος του κοινωνικού οργανισμού, εις τον οποίον εισφέρει το ψυχοφυσικόν περιεχόμενόν του και την προβληματικήν του. Η προβληματική όμως και του ανθρώπου και της ανθρωπότητας είναι κατά βάσιν η αυτή. Τα προβλήματα της αληθείας και της δικαιοσύνης, της ζωής και του θανάτου, του καλού και του κακού, της αθανασίας και της αιωνιότητας.του ουρανού και της γης, βασανίζουν και τον άνθρωπον και την ανθρωπότητα. Πρώτον όμως τον άνθρωπο ως άτομο και έπειτα την ανθρωπότητα ως σύνολον.
Εκ τούτου εξάγεται φυσικώ τω τρόπω το συμπέρασμα: Εκείνος ο οποίος θα λύση το πρόβλημα του ανθρώπου, θα έχη λύσει και το πρόβλημα της κοινωνίας, της κάθε κοινωνίας, από την πλέον πολυάριθμη έως την πλέον ολιγάριθμον’ από την οικογένεια έως την ανθρωπότητα.
Λόγω της λύσεως και του προβλήματος του ανθρώπου και του προβλήματος της κοινωνίας, ουμανιστικώ τώ τρόπω, εις την Ευρώπην έπιπτον εις δύο ακρότητας: ή ο άνθρωπος υφίστατο υποτίμησιν και κακοποίησιν, παραγκωνισμόν και εξόντωσιν χάριν της κοινωνίας, ή η κοινωνίαν χάριν του ανθρώπου. Εις τον γυμνόν ανθρωπισμόν της Ευρώπης, ο οποίος έχει θρησκευτικές ρίζες (το αλάθητο του Πάπα, το οποίο εις τον Προτεσταντισμόν εξελίσσεται εις το αλάθητο του κάθε ατόμου), το πρωτείον το απέκτησε το άτομον. Η κοινωνία, η έχουσα το άτομον ως το κριτήριο και την αφετηρία της, δεν είναι τίποτε άλλο παρά οργανωμένη ικανοποίηση των ατομικών συμφερόντων, δηλαδή νομιμοποιηθείσα τέρψις του ανθρωπίνου εγωισμού. Διά τούτο είναι εντελώς φυσικόν να ατιμάζεται η ανθρώπινη προσωπικότης διά της επιβολής του ατόμου ως εγωϊστικού κοινωνικού συνόλου και η κοινωνία διά της επιβολής του ατόμου ως εγωϊστικής μονάδος. Και τα δύο αυτά αλληλοσυγκρουόμενα δόγματα του δυτικού πολιτισμού, τα οποία επιβάλλονται fero ignique (διά πυρός και σιδήρου) τώρα και ολοκλήρους αιώνας εις την ανθρωπότηταν ως η σωτηρία της. Ημείς όμως θέλομεν την πλήρη δικαιοσύνην και διά τον άνθρωπον και διά την κοινωνίαν, την δικαιοσύνην η οποία θα τηρή πάντοτε την ισορροπίαν μεταξύ των θείων αξιών του ανθρώπου, και όλων των πολύτιμων και αμεταθέτων αξιών της κοινωνίας. Ημείς θέλομεν κοινωνίαν εις την οποία θα διαφυλαχθή το απαραβίαστον του ανθρωπίνου προσώπου και το θείον μεγαλείον του, εις την οποίαν ο άνθρωπος δεν θα υποτιμάται, δεν θα παραμορφούται, δεν θα νανοποιήται, δεν θα μηχανοποιήται, δεν θα ρομποτοποιήται προς όφελος της ταξικής διακρίσεως, του έθνους και του κράτους, της κουλτούρας και του πολιτισμού, της επιστήμης και της θρησκείας. Ημείς θέλομεν κοινωνίαν εις την οποίαν το πρόσωπον και η κοινωνία συμπληρώνονται, υποβοηθούνται, αυξάνονται και τελειοποιούνται αμοιβαίως’ κοινωνίαν εις την οποίαν έκαστος είναι πνευματικώς ενωμένος με όλους και οι πάντες με έκαστον, εις την οποίαν ο καθείς ζη δι’ όλων και με την βοήθειαν όλων, αλλά και πάντες ζουν δι’ εκάστου και με την βοήθειαν εκάστου. Τούτο δε σημαίνει ότι ημείς θέλομεν μίαν κοινωνίαν, η οποία παρουσιάζεται και είναι εις οργανισμός, εν σώμα, τα δε μέλη της είναι οργανικά μέρη ενιαίου συνόλου’ συ είσαι οφθαλμός, εκείνος χέρι, εγώ πόδι, ώστε ουδείς δύναται να ειπή: δεν σε χρειάζομαι, είμαι δυνατός χωρίς εσένα. Διά να εργάζεται η χειρ, έχει ανάγκη από τον οφθαλμόν να την οδηγή και από τον πόδα να την φέρη’ επίσης διά να βλέπη ο οφθαλμός έχει ανάγκη από την χείρα να τον τρέφη και τον πόδα να τον φέρη’ και πάλιν, διά να περπατή ο πους έχει ανάγκη από τον οφθαλμόν να τον οδηγή και την χείρα να συνεργάζεται με αυτόν. Όλοι είμεθα μέλη του οργανισμού της κοινωνίας, μικροί και μεγάλοι, ορατοί και αόρατοι, μέλη όμως τα οποία ζουν το εν μετά του άλλου και διά του άλλου’ έκαστος συνεργάζεται με όλους και όλοι με έκαστον. Ιδού εις το σώμα: διά να αυξάνη μία τρίχα εις την κεφαλήν, συνεργάζεται με αυτήν όλο το σώμα’ αλλά και η τρίχα με την ιδιαίτερη λειτουργία της είναι αναγκαία διά το σώμα, διότι προφυλάσσει την κεφαλήν και είναι σοφός αγωγός του ιδρώτος. Προσέξατε επίσης το ανθρώπινο σώμα: μέσα του έχουμε το καλύτερον παράδειγμα κοινωνίας, φιλίας, συνεργασίας, συμβιώσεως, διακονίας του άλλου, του πλησίον, έκαστον μέλος διακονεί όλα τα μέλη και όλα τα μέλη έκαστον.
Τον μικρόν δάκτυλον της χειρός υπηρετεί το τόσον λεπτόν όργανον, ο οφθαλμός, και το ακόμη λεπτότερον, ο εγκέφαλος’ αλλά και ο δάκτυλος υπηρετεί και τον οφθαλμόν και τον εγκέφαλον. Όσον σπουδαιότερον είναι το όργανον μέσα εις το σώμα τόσο υπευθυνοτέραν υπηρεσίαν εκτελεί και είναι υπηρέτης παντός μικροτέρου από αυτό εις το σώμα. Η καρδιά είναι το πλέον σπουδαίο όργανον μέσα εις το σώμα, ταυτοχρόνως δε και ο μεγαλύτερος υπηρέτης του σώματος, αυτή ακαταπαύστως διακονεί έκαστον μόριον κεχωρισμένως και όλον το σώμα ομού.
Να μη σας παραξενεύη τούτο, τοιαύτη είναι η σύστασις του σώματος: ότι είναι μεγαλύτερον μέσα του, είναι μεγαλύτερον διά να υπηρετή το μικρότερόν του. Δεν βλέπετε ότι η ταπείνωσις είναι η κύρια αρετή, η οποία ρυθμίζει όλας τας αμοιβαίας σχέσεις μέσα εις το ανθρώπινον σώμα! Το μεγαλύτερον ταπεινούται ενώπιον του μικροτέρου και το υπηρετεί’ το δε ακόμη μεγαλύτερον περισσότερο ταπεινούται! Ούτω πρέπει να συμβαίνη και εις την επιθυμητήν και ιδεώδη κοινωνίαν: ο μεγαλύτερος να διακονή τον μικρότερον, ο μορφωμένος τον αγράμματον, ο σοφός τον απλούν, ο πλούσιος τον πτωχόν’ ο περισσότερο μέγας είναι μέγας με το ότι είναι εκούσιος διάκονος πάντων. Όλα γίνονται συμφώνως προς εκείνον τον φυσικόν άμα και θείον νόμον του Θεανθρώπου: «ος εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμίν διάκονος, και ος εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται υμών δούλος». (Ματθ 20,26-27). Διατί; Διότι τούτο είναι νόμος και διά τον πλέον τέλειον άνθρωπον, τον Θεάνθρωπον Χριστόν, ο οποίος ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούνται την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών (Ματθ 20,28). Και πράγματι, υπάρχει μεγαλύτερος διάκονος του ανθρωπίνου γένους από τον πράον Θεάνθρωπον; «Εγώ δε ειμί εν μέσω υμών ως ο διακονών» (Λουκ. 22, 27), λέγει εις τους οπαδούς του’ ως διάκονος ο οποίος διακονεί αυτούς με ταπείνωσιν, τους διδάσκει την θείαν Αλήθειαν, την θείαν Δικαιοσύνην, την θείαν Αγάπη, την θείαν Αγαθοσύνη, την θείαν Δύναμιν, διά να μπορέσουν να γνωρίσουν και να νικήσουν την αμαρτίαν, το κακόν και τον θάνατον και να γίνουν, με θείον τρόπον, αγαθοί, αθάνατοι, αιώνιοι. Όχι μόνο ως σαρκωθείς άνθρωπος, αλλά και ως Θεός Λόγος. Ούτος ακαταπαύστως διακονεί τους ανθρώπους, διά του ηλίου, διά του αέρος, διά του φωτός, δι’ ολοκλήρου της φύσεως, διά του σύμπαντος’ τους διακονεί αδιαλείπτως και ταπεινώς, μόνον και μόνον διά να τους μάθη τούτον τον ύψιστον κοσμικόν και φυσικόν θείον νόμον, ότι δηλαδή το μεγαλύτερο διακονεί το μικρότερον, και μάλιστα με χαρά και αγαθότητα. Διά τούτο το θεανθρώπινό Του στόμα είπε περί του νόμου τούτου τα εξής: «ο μείζων εν υμίν γινέσθω ως ο νεώτερος, και ο ηγούμενος ως ο διακονών… ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. 22,26.18,14).
Εις την πραγματικότητα ολόκληρον το Ευαγγέλιο του Θεανθρώπου, από την αρχή μέχρι το τέλος, ουδέν άλλο είναι παρά τελεία εικονογράφησις και ακαταμάχητος μαρτυρία αυτού του κοσμικού θείου νόμου ή μάλλον παν- νόμου.
Δεν σας φαίνεται ότι δι’ αυτού του ευαγγελικού παννόμου ο Θεάνθρωπος λύει κατά ιδεώδη και πραγματικόν τρόπον ταυτοχρόνως και το πρόβλημα του ανθρώπου και το πρόβλημα της ανθρωπότητας, αλλά και το πρόβλημα της κοινωνίας; Διότι και ο άνθρωπος και η ανθρωπότης, και το πρόσωπον και η κοινωνία, όχι μόνο είναι εκ μιάς και της αυτής ψυχοφυσικής «ύλης», αλλ’ όλα τα διαπερνά εις και ο αυτός σκοπός, μία και η αυτή τελεολογία ρέει διά μέσου πάντος ότι αποτελεί την ουσίαν των. Εάν τυχόν δεν έχουν τον αυτόν σκοπόν, τότε μεταξύ τους υπάρχει αγεφύρωτος άβυσσος και διασπώνται από ανειρηνεύτους αντιθέσεις. Μόνον η ενότης του σκοπού και του τέλους δίδει την δυνατότητα ιδεώδους λύσεως και του προβλήματος του ανθρώπου και του προβλήματος της ανθρωπότητος και του προβλήματος του προσώπου και του προβλήματος της κοινωνίας. Αλλά, ποιού σκοπού; Ασφαλώς όχι του εφημέρου και προσκαίρου, καιροσκοπικού, περιστασιακού, ωφελιμιστικού, αλλά αιωνίου, αθανάτου, του σκοπού του αποφασίζοντος την μοίραν του ανθρώπου και ακολουθούντος το ανθρώπινον είναι εις όλους τους κόσμους εντός των οποίων αυτό κινείται. Είναι εκείνος ο αθάνατος σκοπός, τον οποίον έθεσεν ο Θεάνθρωπος, αντλών αυτόν εκ της θεοειδούς ουσίας της ανθρωπίνης φύσεως. Εις τι έγκειται ο σκοπός αυτός; Ιδού εις τι; Να σαρκωθή ο Θεός και όλαι αι θείαι τελειότητες εις τον άνθρωπον και την ανθρωπότηταν, εις το πρόσωπον και την κοινωνίαν.
Είναι άραγε τούτο δυνατόν; Ότι όντως είναι δυνατόν το μαρτυρούν δύο ακαταμάχητοι λόγοι: πρώτον το ότι ο άνθρωπος είναι θεοειδές ον’ δεύτερον το ότι ο Θεός Λόγος εσαρκώθη εις τον άνθρωπο και ως Θεάνθρωπος έδειξε ότι είναι θείω τω τρόπω τέλειος και ιδεώδης, και ανθρωπίνως πραγματικός και φυσικός άνθρωπος, μέσα εις τον οποίον εσαρκώθη ο Θεός με όλας τας θείας τελειότητάς του. Και ακόμη περισσότερον, ο Θεάνθρωπος έφερε και μοιράζει εις τους ανθρώπους τας θείας αρετάς και δυνάμεις, ώστε να δύναται έκαστος άνθρωπος, εάν θελήση, να σαρκώση εις τον εαυτόν του τον Θεόν και τας θείας τελειότητας. Πραγματοποιούντες τον σκοπόν αυτόν, οι άνθρωποι μεταβάλλονται εις αθάνατα όντα και γίνονται μέλη της αθανάτου θεανθρώπινης κοινωνίας, δηλαδή της θεανθρωπότητος. Όπως εκ του ανθρώπου, λογικώς και φυσικώς γεννάται και αναπτύσσεται η ανθρωπότης, ούτω και εκ του Θεανθρώπου, πάλιν λογικώς και φυσικώς, γεννάται και αναπτύσσεται η θεανθρωπότης. Εις την κοινωνίαν αυτή του Θεανθρώπου οι άνθρωποι ζουν και συμπεριφέρονται ως αθάνατα όντα, και δη συμφώνως προς τους ευαγγελικούς νόμους, οι οποίοι ισχύουν και εις αυτόν και εις τον άλλον κόσμον. Η κοινωνία δε αυτή, η μοναδική επί του πλανήτου τούτου, των αληθινών αθανάτων και αληθινών θεοφόρων και των κοπιώντων τουλάχιστον να γίνουν τοιούτοι, ουδέν άλλο είναι παρά το θεανθρώπινον σώμα του Χριστού, η αγία Εκκλησία Του.
Αναπνεύσατε ολίγον, ήδη ευρισκόμεθα εις τα Άγια των Αγίων της θεανθρώπινης φιλοσοφίας και κοινωνίας. Τούτο είναι καινή, θεανθρώπινη κοινωνία, ουδόλως ομοιάζουσα με εκείνας τας οποίας σας προσφέρει, θεωρητικώς και πρακτικώς, η ουμανιστική κοινωνιολογία του Ευρωπαίου ανθρώπου. Εις αυτήν την θεναθρωπίνην κοινωνίαν όλα συνοψίζονται εις το ζωηφόρον Πρόσωπον του Θεανθρώπου Χριστού. Αυτός είναι η ύψιστη αξία και το ύψιστο αγαθόν. Όλαι αι άλλαι αξίαι, και ατομικαί και κοινωνικαί, πηγάζουν εξ αυτής, ως αι ακτίνες εκ του ηλίου.
Το αντιλαμβάνεστε ότι ομιλώ περί της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας ως θεανθρώπινης κοινωνίας. Ποιά είναι η ουσία της; Ο Θεάνθρωπος Χριστός. Διά τούτο παν ότι είναι ορθόδοξο έχει θεανθρώπινο χαρακτήρα: και η συνείδηση και η αίσθηση και η θέληση και η σκέψη και η ζωή και η κοινωνία. Ο Θεός είναι παντού πρώτος, ο δε άνθρωπος δεύτερος’ ο Θεός οδηγεί, ο άνθρωπος χειραγωγείται’ ο Θεός εργάζεται, ο άνθρωπος συνεργάζεται. Εδώ δεν πρόκειται περί ενός υπερφυσικού, αφηρημένου, φανταστικού Θεού, αλλά περί Θεού της πλέον άμεσης ιστορικής πραγματικότητας, περί Θεού ο οποίος έγινε άνθρωπος, έζησε μέσα εις τας κατηγορίας της ιδικής μας ανθρώπινης ζωής και εφανερώθη παντού με χειροπιαστόν και οφθαλμοφανή τρόπον ως απολύτως αναμάρτητος, απολύτως άγιος, απολύτως αληθινός. Διά τούτο και η κοινωνία την οποίαν ωργάνωσεν είναι τόσον αληθινή και τόσον πραγματική. Και πράγματι, η Εκκλησία ως κοινωνία δεν είναι τίποτα άλλο τι παρά θαυμαστός θεανθρώπινος οργανισμός, εις τον οποίον διά της συνεργασίας της θείας χάριτος και της ελευθερίας της ανθρώπινης εργασίας, ενούται και θεανθρωποποιείται το παν, εκτός της αμαρτίας. Εις αυτόν τον θεανθρώπινον οργανισμόν της Εκκλησίας έκαστος πιστός είναι ωσάν ζων κύτταρον, το οποίο αποβαίνει συστατικόν μέρος του και ζη εκ της ζωηφόρου θεανθρωπίνης δυνάμεώς του.
Ιδού αι βασικαί αρχαί της ορθοδόξου φιλοσοφίας της κοινωνίας: η Εκκλησία ως η μόνη αληθινή κοινωνία είναι πρωτίστως θεανθρώπινος οργανισμός και έπειτα θεανθρώπινος οργάνωσις. Εκ τούτου έπεται λογικώς και το θεανθρώπινον έργον της μέσα εις τον κόσμον: παν ότι είναι του Θεανθρώπου πρέπει να ενσαρκωθή εις τον άνθρωπον και την ανθρωπότητα. Πρέπει δηλαδή να ενσαρκωθή η αγάπη του Χριστού, η ενοποιούσα τα πάντα, η δικαιοσύνη του Χριστού, η αγαθωσύνη του Χριστού, η σοφία του Χριστού, η ταπείνωσις του Χριστού, και εν γένει όλαι αι αρεταί του Χριστού. Διότι διά μέσου αυτών ο Χριστός ενοικεί εις τον άνθρωπον και ενσαρκούται εν αυτώ. Εις τοιούτος άνθρωπος ζη διά του Χριστού, σκέπτεται διά του Χριστού, αισθάνεται εν τω Χριστώ, εργάζεται διά του Χριστού, κοινωνεί με τους άλλους ανθρώπους εις όλα τα επίπεδα της ζωής εν τω Χριστώ. Κατά τον λόγον του Αποστόλου: “πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ” (Φιλ. 4,13). Ο άνθρωπος της ορθοδόξου πίστεως ζων εις τον θεανθρώπινον οργανισμόν της Εκκλησίας ζη πάντοτε εν κοινωνία, “συν πάσι τοις αγίοις” (Εφ. 3,18), οι οποίοι βοηθούν αυτόν μυστικώ τω τρόπο εις την πραγμάτωσιν των ευαγγελικών εντολών. Ως εκ τούτου, το ορθόδοξον μέλος της Εκκλησίας έχει ζώσαν αίσθησιν, ότι η ζωή του είναι η αυτή με την ζωήν όλων των άλλων ανθρώπων και ότι έχει μίαν πίστιν με τους Αποστόλους, τους Μάρτυρας και τους Αγίους όλων των αιώνων. Έχει ακόμη την ζώσαν αίσθησιν ότι όλοι αυτοί ζουν αιωνίως, ακόμη δε ότι και εκείνον και αυτούς τους διαπερά μία και η αυτή θεανθρωπίνη δύναμις, μία και η αυτή θεανθρωπίνη ζωή, μία και η αυτή θεανθρωπίνη αλήθεια. Εις την Εκκλησίαν ως κοινωνίαν το παρελθόν είναι πάντοτε παρόν, διότι ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο Οποίος είναι “χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας” ζη αδιακόπως εις το θεανθρώπινον σώμα Του με την αυτήν αλήθειαν, με την αυτήν αγιότητα, με το αυτό αγαθόν, με την αυτήν ζωήν, και κάμνει ολόκληρον το παρελθόν διαρκές παρόν. Διά τούτο ο άνθρωπος της ορθοδόξου πίστεως δεν είναι ποτέ μόνος του, αλλά πάντοτε εις κοινωνίαν με όλα τα άλλα μέλη της Εκκλησίας και με όλα τα όντα. Όταν αυτός κάμη κάποιαν σκέψη, την κάμνει με φόβο και ένθεον τρόμον, διότι γνωρίζει ότι εις την πράξιν του αυτήν συμμετέχουν μυστηριωδώς όλοι οι Άγιοι. Οι Ορθόδοξοι κατά τούτο είναι Ορθόδοξοι: ότι έχουν ακαταπαύστως την αίσθησιν της θεανθρωπίνης καθολικότητος, θερμαινόμενοι με αυτήν και φυλαττόμενοι με προσευχήν και ταπείνωσιν. Δεν κηρύττουν ποτέ τους εαυτούς των, δεν καυχώνται ποτέ διά τον άνθρωπον, δεν ικανοποιούνται ποτέ με τον γυμνόν ανθρωπισμόν και δεν ειδωλοποιούν ποτέ τον ουμανισμόν. Εις όλας τας οδούς των ομολογούν και κηρύττουν τον Θεάνθρωπον, όχι τον άνθρωπον. Διατί; Διότι γνωρίζουν ότι ο άνθρωπος και η ανθρώπινη κοινωνία χωρίς τον Λόγον ως την άφθαρτον ένωσιν και ενότητά των, τρέχον ασυγκρατήτως προς την αλογίαν και προς τον ζόφον του μη είναι, ή μάλλον του “φεύ είναι”.
(σελίδες 166-175)
ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
«ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ»
ΕΚΔΟΣΙΣ: ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ ΤΣΕΛΙΕ
ΒΑΛΙΕΒΟ – ΣΕΡΒΙΑ