ΤΙ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΙΟΥ
Η πρόληψη μειώνει το
κοινό έγκλημα
Της ΝΑΝΤΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ nadia@enet.gr
«Το έγκλημα πρέπει να αντιμετωπίζεται συνολικά και όχι σαν μεμονωμένη
ενέργεια. Είτε το θέλουμε είτε όχι πρέπει να ασχοληθούμε με τις αιτίες που το
προκαλούν. Μόνο έτσι έχουμε πιθανότητες να μειώσουμε την εγκληματικότητα»
υποστηρίζει ο καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αντώνης
Μαγγανάς, επιχειρώντας να δώσει απάντηση στα αυξανόμενα κρούσματα βίας των
τελευταίων ημερών.
Οι κατασταλτικές μέθοδοι δεν ελαττώνουν την
εγκληματικότητα, λένε οι επιστήμονες. Αντίθετα, οι ήπιες πολιτικές
αποδεικνύονται πιο αποτελεσματικές.Ο ίδιος εντοπίζει τη γεννεσιουργό αιτία
σειράς ανομιών, όπως τα εγκλήματα κατά της περιουσίας, στο κράτος και στο ότι
πρώτο αυτό παρανομεί: «Το κράτος έχει καταστρατηγήσει συλλογικές συμβάσεις και
δικαιώματα κατοχυρωμένα με νομοθετικές και διοικητικές πράξεις. Τώρα λοιπόν ο
πολίτης μπορεί με τη σειρά του να παραβατήσει απέναντι σε αλλαγές οι οποίες
επιβλήθηκαν de facto.
»Αυτοί που θίγονται
είναι αυτοί που κατά κύριο λόγο είναι ήδη βεβαρημένοι. Μιλάμε κυρίως για
μετανάστες αλλά και για ημεδαπούς που θα αντιμετωπίσουν το φάσμα της φτώχειας.
Περιμένω κατ’ επέκταση φοροδιαφυγές, αδυναμίες πληρωμών κ.λπ. Εκτιμώ ότι θα
έχουμε τρομερά προβλήματα με αυτά τα αδικήματα γιατί θα θεωρηθούν ως απαντήσεις
σε πράξεις που δεν ήταν αφ’ εαυτών σύννομες» τονίζει ο καθηγητής.
Ερευνα του Παντείου
Πανεπιστημίου η οποία ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 2010 διαπιστώνει ότι η
εγκληματικότητα μπορεί να μειωθεί με δύο τρόπους:
* Με την υιοθέτηση και
εφαρμογή πιο κατασταλτικών μεθόδων και την αύξηση του αριθμού των εγκλείστων.
* Με τη βελτίωση των
οικονομικών συνθηκών διαβίωσης και την αποδοχή νέων κοινωνικών και πολιτιστικών
αξιών που θα στηρίζονται στην ανεκτικότητα και στο σεβασμό προς τον άλλο.
Τα δεδομένα της έρευνας,
η οποία αφορά στην εξέλιξη της εγκληματικότητας στην Ελλάδα, συγκλίνουν στο ότι
«ο δεύτερος, πιο ήπιος δρόμος είναι προτιμητέος εφόσον συνάδει με τις αρχές
μιας ελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας».
Ταυτόχρονα απαραίτητη
εμφανίζεται η χάραξη μιας συνολικής προληπτικής αντεγκληματικής πολιτικής, η
οποία θα αντιμετωπίζει σφαιρικά τις προβληματικές καταστάσεις με τη λήψη μέτρων
για τους νέους, τους μετανάστες, τις κακοποιημένες γυναίκες, καθώς και μέτρων
περιστασιακής πρόληψης όπως η καλύτερη επιτήρηση και φωτισμός δρόμων.
Το 1985 στον Καναδά
πραγματοποιήθηκε μεταστροφή της νομοθεσίας προς την αυστηροποίηση. Ομως το 2003
ο καναδός νομοθέτης αναγνώρισε την αποτυχία της κατασταλτικής πολιτικής
επανερχόμενος στο «προνοιακό» πρότυπο, χωρίς παράλληλα να ξεχνά το βασικό στόχο
της προστασίας του κοινού. Προστασία που τελικά επετεύχθη όχι μέσω τιμωρητικών
μέτρων αλλά μέσω της επανένταξης των παραβατών.
Από τα στατιστικά
στοιχεία που επικαλείται η έρευνα γίνεται φανερό ότι η εγκληματικότητα στην
Ελλάδα διαχωρίζεται σ’ αυτή που τελείται από αλλοδαπούς και σ’ εκείνη των
ημεδαπών. Αν αθροιστούν μάλιστα όλα τα αδικήματα, η πρώτη κατηγορία
αντιπροσωπεύει ένα ποσοστό 57,15%.
Για ορισμένα αδικήματα
θεωρείται αναπόφευκτο να τελούνται σχεδόν αποκλειστικά από αλλοδαπούς,
«δεδομένων των δυσκολιών που βιώνουν και της κατάστασης ανάγκης στην οποία
βρίσκονται» λένε οι εγκληματολόγοι. Η πλαστογραφία, η επαιτεία και η καταπάτηση
της πνευματικής ιδιοκτησίας τελούνται σχεδόν αποκλειστικά από αλλοδαπούς σε
ποσοστά 95%, 87% και 84% αντίστοιχα, όπως και οι μισοί καταγεγραμμένοι βιασμοί
(49%).
Η απουσία σωστής
μεταναστευτικής πολιτικής έχει προκαλέσει σημαντικά προβλήματα, σημειώνουν οι
ερευνητές. «Πρέπει όμως να ξεκαθαριστεί ότι οι Ελληνες πρέπει να είμαστε
ευγνώμονες προς τους ανθρώπους αυτούς. Η συμβολή τους τόσο στην αγροτική, την
οικοδομική και την τουριστική ανάπτυξη αλλά και τη βοήθεια στα νοικοκυριά είναι
καθοριστική. Οι άνθρωποι όμως αυτοί “χρησιμοποιούνται” -στην ουσία
ξεζουμίζονται σαν λεμόνια- γιατί είναι “οικονομικά συμφέροντες”»
τονίζουν.
Από τη στιγμή που θα
διεκδικήσουν τα όποια οικονομικά ή κοινωνικά τους δικαιώματά τους παύουν να
ενδιαφέρουν τον έλληνα πολίτη και κατ’ επέκταση το ελληνικό κράτος. «Ομως δεν
είναι ούτε μηχανές ούτε σκλάβοι γαι να συμπεριφέρονται όπως εμείς θα το
επιθυμούσαμε. Ζουν με ελάχιστους πόρους κοντά σε ανθρώπους των οποίων συχνά η
αλαζονική συμπεριφορά καταντά ωμή πρόκληση γι’ αυτούς. Η ανέχεια και η αδυναμία
τις οποίες βιώνουν μπορούν να τους οδηγήσουν στην εγκληματικότητα σε πολύ
μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι εμάς» υπογραμμίζεται στη μελέτη.
Οταν λοιπόν εμφανιστεί
αυτή η αναπόφευκτη και εν πολλοίς αναμενόμενη εγκληματικότητα των αλλοδαπών, η
κοινή γνώμη ζητεί από την πολιτεία να επιλύσει το πρόβλημα. Και η πολιτεία,
επιφορτίζει τον κατασταλτικό μηχανισμό να δείξει την πιο σκληρή και αυστηρή
μορφή του ώστε να ικανοποιηθεί η κοινή γνώμη. Μπλόκα, κλούβες, δημιουργία γκέτο
είναι πολιτικές που υιοθετούνται για τη συγκυριακή αντιμετώπιση του
προβλήματος.
«Πριν εκφράσουμε
οποιαδήποτε μομφή προς την πολιτεία για την ανυπαρξία πραγματικής
μεταναστευτικής πολιτικής ή στην αστυνομία ή τα δικαστήρια για την αυστηρή
αντιμετώπιση των αλλοδαπών πρέπει να κάνουμε το δικό μας mea culpa και να
ξεκαθαρίσουμε τι θέλουμε απ’ αυτούς» σημειώνει ο Αντ. Μαγγανάς. «Θέλουμε
“σκλάβους” που να μας υπακούουν μηχανικά ή συνεργάτες και βοηθούς με
δικαιώματα;».