Ιωάννης Κορναράκης, Ψυχολογική εμβάθυνση στην παραβολή
του ασώτου
της Εκκλησίας.
τον αμαρτωλόν άνθρωπον, η τονιζομένη μεγαλειωδώς εις την όλην ευαγγελικήν
περικοπήν, προκαλεί έντονον αίσθησιν εις τας ψυχάς των πιστών.
Λόγω δε της τοιαύτης
εντυπώσεως, την οποίαν η παραβολή του Aσώτου
δημιουργεί, εξισούται αύτη, ως
γνωστόν, πολλάκις πλήρως προς το λοιπόν
περιεχόμενον της Αγίας Γραφής. Ούτως
αναγνωρίζεται ότι η παραβολή αύτη
είναι μεστή σωτηριολογικών νοημάτων και ότι
εν αυτή εύρηται συμπεπυκνωμένη
η όλη χριστιανική διδασκαλία περί της σωτηρίας
του ανθρώπου δια της εν Χριστώ
Θείας Αποκαλύψεως.
Αλλ’ επίσης και εκ της
επόψεως των ψυχολογικών διαδικασιών η παραβολή του
Ασωτου αποτελεί ασφαλώς
ανεξάντλητον μεταλλείον. Επί τη βάσει οιασδήποτε
ψυχολογικής θεωρίας,
αντιμετωπιζούσης την ψυχικήν υπόστασιν μετά της
οφειλομένης εΙς αυτήν
αξιοπρέπειας και αν ερευνήσει τις το κείμενον της
παραβολής ταύτης, θα
επισημάνη πλούτον και ποικιλίαν ψυχικών διαδικασιών, δι’ ων διαφωτίζεται πως το
σχήμα της πτώσεως του ανθρώπου εις την αμαρτίαν και της επιστροφής αυτού εις
τον Θεόν. Το θέμα δηλονότι ή το πρόβλημα, το οποίον η παραβολή απεικονίζει,
είναι πάντοτε πνευματικόν. Το γενικόν σχήμα της συμπεριφοράς του Ασώτου υιού
αλλά και του πρεσβυτέρου αφορά εις την πνευματικήν υπόστασιν και ζωήν αυτών.
Εν τούτοις όμως εις
την πορείαν της όλης περικοπής διαφαίνεται εις κεντρικάς γραμμάς το ψυχολογικόν
σχήμα της πτώσεως του ανθρώπου εις την αμαρτίαν και της αφυπνίσεως και
επιστροφής αυτού εις την αγκάλην του ουρανίου Πατρός. Δια τούτο και εκ της
ψυχολογικής επόψεως η σημασία της παραβολής είναι εξαιρετικώς μεγάλη. Τα κύρια
δέ σημεία του εν λόγω σχήματος θα ηδύναντο να καθορισθούν ως εξής:
Α’ Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ (ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ)
ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΙΣ ΕΚ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΚΗΣ ΑΥΘΕΝΤΙΑΣ
«Πάτερ, δός μοι τό
επιβάλλον μέρος τής ουσίας» (στχ. 12). Ο νεώτερος υιός προβάλλει το αίτημα της
χειραφετήσεως εκ της πατρικής αυθεντίας δια της λήψεως των περιουσιακών
στοιχείων, τα οποία κληρονομικώ δικαίω ανήκουν εις αυτόν. Αλλ’ ενταύθα πρόκειται
περί ψυχολογικής (και πνευματικής) αποδεσμεύσεως και χειραφετήσεως, η οποία,
κατά την αντίληψιν του νεωτέρου υιού, θα παράσχη εις αυτόν την δυνατότητα της
ανεξαρτησίας και δή της ψυχολογικής αυτοτελείας της προσωπικότητος αυτού. Δια
τούτο, αφού ο πατήρ «διείλεν αυτοίς τον βίον» και «μετ’ ου πολλάς ημέρας»,
«συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν» (στχ. 12-13). Το
πρόβλημα της ψυχολογικής χειραφετήσεως από των παραδεδομένων ή καθιερωμένων
αυθεντιών αντιμετωπίζεται συχνάκις εντός της περιοχής της Κοινωνικής Ψυχολογίας
(της ψυχολογίας της οικογενείας) και της Ψυχοθεραπείας. Είναι δε γεγονός, μη
δυνάμενον να αμφισβητηθεί υπό τινος, ότι η ψυχαναλυτική μέθοδος σκοπεί συνήθως
εις την ψυχολογικήν αυτοτέλειαν της προσωπικότητος.
Εξ άλλου ο Jung
υπεγράμμισε ζωηρώς την ψυχολογικήν σχέσιν του υιού προς την μητέρα, η οποία
απεικονίζει την ψυχολογικήν σχέσιν του ατόμου προς το ασυνείδητον αυτού, το
οποίον είναι το «μητρικόν έδαφος» εκ του οποίου η συνειδητή προσωπικότης
γεννάται. Αλλ’ ακριβώς το ψυχολογικόν νόημα της περικοπής επί του σημείου
τούτου είναι, ότι η απόλυτος ψυχολογική καί πνευματική αυτοτέλεια είναι
ουτοπία. Διότι η επιδίωξις της χειραφετήσεως εκ μιας «αρχετυπικής» αυθεντίας,
ως είναι ο πατήρ, δεν παρέχει εις το άτομον δημιουργικήν ή αναγεννητικήν
ελευθερίαν αλλά ψυχολογικήν (και πνευματικήν) μόνωσιν.
Β’. Η ΑΠΟΞΕΝΩΣΙΣ ΚΑΙ
ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΙΣ ΕΚ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΟΣ
Ο νεώτερος υιός δεν
απομακρύνεται μόνον εκ της πατρικής αυθεντίας αλλά και του πατρικού οίκου, τ.έ.
του «οικείου» περιβάλλοντος αυτού. Δεν πρόκειται λοιπόν μόνον περί
«αποδεσμεύσεως» αλλά και περί «φυγής». Το αίτημα της ψυχολογικής (και
πνευματικής) αυτοτέλειας φαινομενικώς μόνον θεωρείται ως εύλογον. Κατά βάθος
αποτελεί ασυνείδητον διαδικασίαν φυγής εκ της περιοχής της ίδιας άτομικότητος.
Υπό τον όρον αυτόν η
αμαρτία δεν νοείται απλώς ως μία πράξις αλλά κυρίως ως χωρισμός από του Θεού,
ως «πτώσις» εις ψυχικήν και πνευματικήν κατάστασιν κατωτέραν εκείνης, την
οποίαν συνιστά η μετά του Θεού πατρός σχέσις και κοινωνία. Εν τη περιπτώσει δε
ταύτη η αμαρτία δεν είναι εν απλούν σχήμα ωρισμένης διαδικασίας αλλά
ψυχολογικώς εν πλήρες δράμα.
Εκείνος, ο οποίος
«αποδημεί εις χώραν μακράν» ακολουθεί εξωστρεφικήν πορείαν, η οποία δεν
εξασφαλίζει εις αυτόν «ελευθερίαν» ή «αυτοτέλειαν» αλλά δραματικάς εσωτερικάς
περιπέτειας. Η φυγή μακράν εαυτού αποτελεί ψευδαισθησίαν χειραφετήσεως και
αποδεσμεύσεως, η οποία εκφράζει υπαρξιακώς το δραματικόν γεγονός της αμαρτίας.
Το γεγονός τούτο είναι πράγματι «πτώσις» πλήρης δραματικών εξελίξεων εις την
κατάστασιν της ψυχικής και πνευματικής αποδιοργανώσεως.
εξέλιξις της αμαρτίας βιούται κυρίως ψυχολογικώς ως αποξένωσις εκ της ιδίας
ατομικότητος. Διότι ο ενεργών δια της φυγής
εσωτερικώ συνδέσμω μετά του βάθους της ατομικότητος αυτού. Τούτο δε είναι
ασφαλώς το μέγεθος του ψυχολογικού δράματος, το οποίον η αμαρτία γεννά.
Γ’.
Η ΔΙΑΣΠΑΣΙΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΟΣ
«Και εκεί διεσκόρπισε τήν ουσίαν αυτού ζών ασώτως. Δαπανήσαντος δέ αυτού
πάντα εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο
υστερείσθαι…» (στχ. 13-16). Η αποξένωσις εκ της ιδίας ατομικότητος δια της
«φυγής» εις «χώραν μακράν» δεν αποδιοργανώνει απλώς την προσωπικότητα, τ.έ. δεν
καθιστά απλώς χαλαράς τας συνδέσεις της εσωτερικότητος. Κυρίως διασπά και
διασκορπίζει το «περιεχόμενον» της ατομικότητος. Δια της φράσεως «και συναγαγών
άπαντα» εδηλώθη προηγουμένως φαινομενικώς το δίκαιον αίτημα της ψυχολογικής
(και πνευματικής) αυτοτέλειας. Αλλά η «αποδημία» εξ της ιδίας ατομικότητος
είχεν ως αναπόφευκτον συνέπειαν την διάσπασιν και τον διασκορπισμόν της
προσωπικής οντότητος (αυτοτέλειας). Ο διασκορπισμός ούτος δεν είναι παθητική
κατάστασις «αποσυνθέσεως» αλλά δυναμικόν γεγονός, οιονεί εκτίναξις του
«περιεχομένου» της ατομικότητος δι’ εξωστρεφικής («κεντρόφυγγος») ενεργείας εις
την εκτός αυτής περιοχήν.
Είναι άξιον προσοχής ότι η επισήμανσις του διασκορπισμού τούτου κατά τον
ψυχοθεραπευτικόν διάλογον χαρακτηρίζεται ως πτώχευσις της προσωπικότητος. Αύτη
εκδηλούται ποικιλοτρόπως αλλά κατά βάσιν σημαίνει απώλειαν ανθρωπίνης ενεργείας
και σπατάλην (δαπάνην) δυνάμεων. Διά τούτο ο άσωτος υιός κατέστη πτωχός και
«επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ών ήσθιον οι χοίροι» (στχ.
16).
Δ’.
ΑΦΥΠΝΙΣΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ
Ο άσωτος υιός, δια της αλογίστου σπατάλης της περιουσίας του, μεταπίπτει
εις μίαν νέαν ψυχολογικήν κατάστασιν, όλως αρνητικού χαρακτήρος, την στέρησιν
(Frustration). Αύτη παρέχει εις αυτόν νέας εμπειρίας, προκαλεί και γεννά
διαθέσεις και αισθήματα και κυρίως συνθέτει προβληματισμόν, ο οποίος εγγίζει τα
μύχια της προσωπικότητός του.
Διότι η στέρησις, όχι βεβαίως εν τη φροϋδική έννοια, δεν προκαλεί μόνον
συνειδητάς αντιδράσεις εκ μέρους της βίωσης ταύτην προσωπικότητος, αλλά
αναμοχλεύουσα ή δραστηριοποιούσα ασυνείδητους διαδικασίας, προκαλεί και
διεγείρει το βάθος της ασυνειδήτου ψυχικής περιοχής. Εν προκειμένω δε η κυρία
κατεύθυνσις της εξωτερικής αντιδράσεως της προσωπικότητος δεν είναι δυνατόν να
καθορισθεί ή να προβλεφθή εκ των προτέρων.
Εις την περίπτωσιν του πονηρού δούλου, η στέρησις προκαλεί την
επιθετικότητα αυτού. Γενικώς δε η φροϋδική θεωρία, ως καί τινες
ερμηνευτικαί τάσεις εν τη περιοχή της Κοινωνικής Ψυχολογίας, συνδέουν αρρήκτως
την στέρησιν μετά της επιθετικότητος. Αλλ’ εις την περίπτωσιν του ασώτου υιού
δεν συμβαίνει τούτο. Ούτος αξιοποιεί θετικώς την εμπειρίαν της στερήσεως αλλά
και τας αρνητικάς αντιδράσεις της συμβιώσεως τρίτων εις το προσωπικόν πρόβλημα
αυτού.
Διότι, ενώ εστερείτο και υπέφερεν εκ της ενδείας και της πείνης, φθάσας εις
την όλως ταπεινωτικήν και εξευτελιστικήν κατάστασιν να επιθυμεί «γεμίσαι τήν
κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οι χοίροι», εν τούτοις «ουδείς εδίδου
αυτώ» (στχ. 16). Το περιβάλλον δεν ανταποκρίνεται, ως ούτος ανέμενεν, εις την
βασικήν ανάγκην της συντηρήσεώς του.
Δια τούτο αμφότεραι αι εμπειρίαι της στερήσεως και της αρνητικής θέσεως του
περιβάλλοντος, ασφαλώς κατόπιν και της λειτουργίας ασυνειδήτων διαδικασιών,
προκαλούν εν τέλει την ψυχολογικήν και πνευματικήν αφύπνισιν του ασώτου. Δηλαδή
κυρίως μίαν άξιολογικήν κρίσιν ως υπαρξιακήν αναμέτρησιν. Η βίωσις του
αδιεξόδου και της τραγικότητος της υπάρξεως (το αναποφεύκτως επερχόμενον
ταπεινωτικόν τέλος του ασώτου), οδηγούν εις την ανακάλυψιν και αναγνώρισιν της
ιδίας ατομικότητος.
Εις μίαν αυτοθεώρησιν εντός τραγικών πλαισίων, τα οποία όμως αποδεικνύονται
ως αμφιδυναμικά ερεθίσματα. Διότι το αδιέξοδον και το τραγικόν, ενώ
υπογραμμίζουν την αθλίαν και ταπεινωτικήν κατάστασιν εις την οποίαν ο άσωτος
κατήντησεν, αξιοποιούνται συγχρόνως θετικώς ως υπαρξιακά πρίσματα δι’ ών ούτος
θεωρεί εαυτόν, μάλλον δε επιστρέφει εις εαυτόν.
Δια τούτο η ευαγγελική φράσις «εις εαυτόν δε ελθών» δηλοί βασικήν
ψυχολογικήν και πνευματικήν βαθμίδα της διαδικασίας της σωτηρίας του ασώτου, η
οποία εξ άλλου θα ηδύνατο να αναλυθεί περαιτέρω πλουσίως προς λεπτομερεστέραν
παρουσίασιν των συνειδητών και ασυνειδήτων διαδικασιών του γεγονότος της
επιστροφής του αμαρτωλού ανθρώπου εις τον Θεόν.
Οπωσδήποτε όμως η φράσις «εις εαυτόν ελθών» αποτελεί κυρίως ύπογράμμισιν
της βασικής προϋποθέσεως της συναντήσεως του Θεού εκ μέρους του αμαρτωλού
ανθρώπου. Αύτη δε είναι η συνειδητοποίηση ή θεώρησις της ιδίας ατομικότητος
εντός των πλαισίων της αμαρτωλού υπάρξεως. Παρά το γεγονός δηλαδή ότι μία
τοιαύτη ψυχολογική καί πνευματική «λειτουργία», ως είναι η αυτοθεώρησις, είναι
συνήθως αντικείμενον αλλά και προϊόν μόνον μακράς καί μεθοδικής και επιμόχθου
εργασίας (ως λ.χ. συμβαίνει εις την περίπτωσιν του ασκητού), εν τούτοις η
αυτοθεώρησις, έστω ως μία στιγμιαία αλλ’ οπωσδήποτε ισχυρά και έντονος εμπειρία
της ιδίας ατομικότητος, πρέπει να θεωρήται ως αφετηρία της μετά του Θεού
συναντήσεως, τ.έ. της μετανοίας.
Εν τη περιπτώσει ταύτη της αυτοθεωρήσεως πρόκειται ίσως περί της διαδρομής
υπό της προσωπικότητας μιας ψυχολογικής καί πνευματικής καμπής, η οποία έχει
κυρίως εναντιοδρομικόν ή αναστροφικόν (regressive) χαρακτήρα.
Ως και αλλαχού έχομεν υπενθυμίσει, ο Jung παρατηρεί ότι, όταν μία ψυχική
τάσις ή λειτουργία φθάσει εις το άκρον αυτής, οφείλει τις να αναμένη την
αντιστροφήν της, δηλαδή την μετάθεσίν της εις την αντίθετον ψυχικήν ή
ψυχολογικήν τροχιάν. Η δυνατότης αύτη της εναντιοδρομίας των ψυχικών λειτουργιών
εξηγεί εις την παρούσαν περίπτωσιν πώς ο άσωτος επέστρεψεν εις εαυτόν.
Η εξωστρεφική τάσις η δράσις αυτού, αφού έφθασεν εις το ακρότατον αυτής
σημείον δια της εκδαπανήσεως πάσης της περιουσίας αυτού, μετεστράφη εις
εσωστρεφή λειτουργίαν. Η εξωστρεφής τάσις συνήντησε το τέρμα αυτής εις τας
εμπειρίας του τραγικού και αδιεξόδου καί μετεστράφη εναντιοδρομικώς και κατ’
απόλυτον τρόπον εις εσωστρεφικήν ψυχολογικήν και πνευματικήν λειτουργίαν. Ούτω
δε ο άσωτος ευρέθη «ενώπιος ενωπίω». Εθεώρησε και αντελήφθη την πτωχείαν της
ιδίας ατομικότητος.
Η αυτοθεώρησις αύτη καθιστά κυρίως δυνατήν την αξιολογικήν κρίσιν, η οποία
επισφραγίζει εγκύρως το γεγονός της ψυχολογικής και πνευματικής αφυπνίσεως του
ασώτου. Άνευ της επιστροφής ταύτης, πάσα αξιολογική κρίσις έχει μόνον
θεωρητικήν αξίαν, ως στοχασμός ή «μηχανική» κρίσις. Διότι συμφώνως προς ό,τι
μέχρι τούδε ελέχθη, μόνον η αυτοθεώρησις αύτη καθιστά την αξιολογικήν κρίσιν
γόνιμον υπαρξιακήν εμπειρίαν. Δια τούτο δε και ο άσωτος «εις εαυτόν ελθών»,
είπε «πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι»
(στχ. 17).
Η αξιολογική αύτη κρίσις εκφέρεται ως υπαρξιακή εμπειρία μιας μεθοριακής
ψυχολογικής και πνευματικής καταστάσεως. Ο άσωτος βιοί την μεθοριακήν
κατάστασιν της δυνατότητος. Ανακαλύπτει δηλ. δια της αυτοθεωρήσεως διέξοδον εκ
του τραγικού. Εκείνο δε το οποίον κυρίως βιοί ούτος ως μεθοριακήν κατάστασιν, η
οποία προσφέρει διέξοδον, είναι η ανάμνησις της εξαρτήσεως εκ της πατρικής
αυθεντίας; εκ της οποίας οικεία βουλήσει απεγαλακτίσθη ψυχολογικώς και
πνευματικώς. Το κέντρον της αξιολογικής κρίσεως δεν είναι οι περισσεύοντες
άρτοι των μισθίων του πατρός, αλλ’ αυτός ούτος ο πατήρ ως αυθεντία.
Ο πατήρ προσφέρει τα πλούσια αγαθά και την ασφάλειαν, εισέτι και εις τους
υπηρέτας αυτού. Επομένως η εναντιοδρομική πορεία πρέπει να τερματισθεί ενώπιον
του πατρός. Ο άσωτος υιός αναγνωρίζει το υπαρξιακόν νόημα της εξαρτήσεως εκ της
πατρικής αυθεντίας. Η εμπειρία αύτη προκύπτει εκ της θετικής αξιοποιήσεως της
βιώσεως της αμαρτίας ως «τραγικού» και «αδιεξόδου».
Ε΄.
ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΕΝΟΧΗΣ
Η αναγνώρισις του υπαρξιακού νοήματος της εξαρτήσεως εκ της πατρικής
αυθεντίας εκφράζεται ως τελικόν στάδιον της όλης διαδικασίας της ψυχολογικής
καί πνευματικής αφυπνίσεως του ασώτου εις τους λόγους· «αναστάς πορεύσομαι προς
τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου»
(στίχ. 18). Είναι άξιον προσοχής ότι οι λόγοι ούτοι εκφέρονται αμέσως μετά την
«επιστροφήν εις εαυτόν» του ασώτου υιού.
Τούτο σημαίνει ότι η συνειδητοποίησις και κυρίως η αναγνώρισις της
προσωπικής ενοχής αποβαίνει δυνατή μόνον μετά την ψυχολογικήν αφύπνισιν της
προσωπικότητος, τ.έ. την αυτοθεώρησιν ή θεώρησιν της ιδίας ατομικότητος. Εις
την κατάστασιν της φυγής ή της απωθήσεως δεν είναι δυνατόν να βιωθεί αυθεντική
συνειδητοποίησις της ενοχής.
Εις το σημείον τούτο οφείλομεν να υπογραμμίσωμεν την μεθοδολογικήν
συνέπειαν της προϋποθέσεως της αυτοθεωρήσεως ως όρου εκ των ων ουκ άνευ της
συναισθήσεως της ενοχής. Οι στίχοι δηλονότι 17 καί 18 κέκτηνται ιδιάζουσαν
σημασίαν, διότι καθιερώνουν την «επιστροφήν εις εαυτόν», ως προϋπόθεσιν της
βιώσεως της συναισθήσεως της ενοχής, και επιβάλλουν την ανάλογον μέθοδον της
αντιμετωπίσεως του προβλήματος της ενοχής εις πάσαν περίπτωσιν.
Ενταύθα η υπόμνησις της βασικής επιδιώξεως του ψυχοθεραπευτικού και δη του
ψυχαναλυτικού διαλόγου είναι οπωσδήποτε χρήσιμος. Διότι ο διάλογος ούτος
επιδιώκει πρωτίστως την επιστροφήν του νευρωτικού καί γενικώς του εσωτερικώς
διχασμένου ανθρώπου εις την θεώρησιν της ιδίας ατομικότητος. Όταν τούτο
επιτυγχάνεται, ο ασθενής παραδέχεται άνευ αντιστάσεως το είδος του εσωτερικού
του προβληματισμού. Επομένως και η μέθοδος εν τω μυστηρίω της ιεράς
Εξομολογήσεως οφείλει να συμμορφωθεί προς την αρχετυπικήν διαδικασίαν της
παραδοχής και ομολογίας της ενοχής υπό του ασώτου υιού.
Ο αμαρτωλός άνθρωπος, μετά μίαν στιγμιαίαν έστω βίωσιν μιας ψυχολογικής
αφυπνίσεως, ως εμπειρίας αυτοθεωρίας, πρέπει να χειραγωγείται υπό του
πνευματικού εις την συνειδητοποίησιν και αναγνώρισιν (ομολογίαν) της προσωπικής
του ενοχής. Άνευ της προϋποθέσεως ταύτης, η επισυμβαίνουσα παραδοχή και
ομολογία της ενοχής δέον να θεωρείται, εκ μέρους του ποιμένος, ως τυπική ή
μηχανική ομολογία, άνευ ιδιαιτέρου υπαρξιακού θρησκευτικού νοήματος.
ΣΤ΄.
ΒΙΩΣΙΣ ΑΥΤΟΜΕΙΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗΣ ΜΕΙΟΝΕΞΙΑΣ
Η συναίσθησις της ενοχής υπό του ασώτου δεν τερματίζεται εις την παραδοχήν
και την ομολογίαν αυτής. Είναι πολύ χαρακτηριστικόν το γεγονός ότι μετά της
ομολογίας της ενοχής του ασώτου επισυνάπτεται και η ομολογία της υπαρξιακής
εμπειρίας της αυτομειώσεως και ηθικής μειονεξίας. «Ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι
υιός σου· ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου» (στχ. 19).
Η ψυχολογική αφύπνισις, δια της επιστροφής εις εαυτόν, άγει τον άσωτον εις
την πνευματικήν νήψιν, δι’ ης ούτος κατανοεί την αξιολογικήν βαθμίδα επί της
οποίας κατήλθε δια της ασωτείας και της αυθαιρέτου εγκαταλείψεως της πατρικής
αυθεντίας. Ούτως η βίωσις της αμαρτίας και δη της ενοχής εκφράζεται ως
συναίσθησις αυτομειώσεως και ηθικής ή αξιολογικής μειονεξίας.
Πρόκειται ενταύθα και πάλιν περί «αρχετυπικής» βιώσεως του αισθήματος της
ενοχής. Εις τας φυσιολογικάς δηλαδή ή νομίμους διαστάσεις, η βίωσις της ενοχής
είναι συγχρόνως και βίωσις αξιολογικής υποβαθμίσεως ή μάλλον η βίωσις της
ενοχής μόνον ως τοιαύτη αξιολογική υποβάθμισις είναι δυνατόν να κατανοηθεί.
Εξ άλλου είναι επίσης χαράκτηριστικόν, ότι η τοιαύτη υποβάθμισις, ως
υπαρξιακή πάντοτε εμπειρία, ισορροπείται βιωματικώς με ανάλογον ισχυροποίησιν ή
επέκτασιν της αναγνωρίσεως εκ μέρους του ασώτου της εξουσίας της πατρικής
αυθεντίας. Ο άσωτος θα είναι πλήρως ικανοποιημένος, εάν ο πατήρ δεχθεί αυτόν
και δη ουχί υπό τους όρους της προ της εγκαταλείψεως της πατρικής οικίας
περιόδου, αλλά υπό νέους όρους, τους οποίους καθιστά παραδεκτούς η βαθεία
συναίσθησις της ενοχής αυτού. «Ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου».
Ο «συμβιβασμός» ούτος του ασώτου προς νέας συνθήκας ζωής και δη προς νέους
αξιολογικούς όρους υπάρξεως υπογραμμίζει, εκ της επόψεως του περιεχομένου της
εσωτερικότητος της προσωπικότητος, την βαθείαν αλλαγήν, την οποίαν προεκάλεσεν
η βίωσις της αμαρτίας, αλλά απεκάλυψεν ή κατέστησε πλήρως συνειδητήν η
ειλικρινής συναίσθησις της ενοχής.
Η τοιαύτη παραδοχή αλλά και ομολογία της αξιολογικής μειονεξίας εκ μέρους
του ασώτου δεικνύει εναργώς την επιτελεσθείσαν οιονεί ψυχολογικήν (και
πνευματικήν) μετουσίωσιν του βάθους της προσωπικότητος. Ως είδομεν δηλαδή, η
αφετηρία της όλης διαδικασίας της βιώσεως της αμαρτίας σημειώνεται δια μιας εκ
μέρους του ασώτου αλαζονικής ενεργείας.
Ούτος, αισθανόμενος σχεδόν ως ίσος προς ίσον, κατά τον αρχικόν διάλογόν του
προς τον πατέρα, απαιτεί το νόμιμον («τό επιβάλον») δικαίωμα αυτού να
διαχειρισθεί απολύτως ελευθέρως τα περιουσιακά του στοιχεία. Χειραφετείται
λοιπόν εκ της πατρικής αυθεντίας και διαχειρίζεται (εκδαπανά) τα στοιχεία αυτά
εντός του πνεύματος πάντοτε μιας αλαζονικής διαθέσεως. Η επικρατούσα βασική
ψυχολογική (και πνευματική) ροπή είναι η της «ατομικής» αυθεντίας, δηλαδή η
εγωιστική.
Υπό το κράτος της ροπής ταύτης και καθ’ ον χρόνον εξελίσσεται η βίωσις της
αμαρτίας, η αξιολογική αλλά και η ψυχολογική «συνείδησις» του ασώτου είναι
πεπληρωμένη υπό της «προσωπικής» υπεροχής. Την ψυχολογικήν δε (και πνευματικήν)
κατάστασιν αυτήν αλλάσσει άρδην, «μετουσιώνει», η ειλικρινής ή αυθεντική
συναίσθησις της προσωπικής ενοχής.
Έπειτα η διατύπωσις της φράσεως· «ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου», εις
προστακτικόν τόνον (καθικετευτικόν) υπογραμμίζει, ως αίτημα αξιολογικής
υποβαθμίσεως, την εμπειρίαν της ταπεινώσεως. Η συναίσθησις της ενοχής, συμφώνως
και προς πατερικά και ασκητικά πρότυπα, είναι η ψυχολογική (και πνευματική)
βάσις της βιώσεως της ταπεινώσεως.
Και ενταύθα δηλαδή κατανοείται η ταπείνωσις όχι ως αυθαίρετος ή
αδικαιολόγητος ή νοσηρά μειονεξία, αλλά πρωτίστως ως εκ της συναισθήσεως της
ενοχής προερχομένη εμπειρία αλλά και αξίωσις αυτομειώσεως και αξιολογικής
οπωσδήποτε υποβαθμίσεως. Ούτω ταπεινός πράγματι δεν είναι ό κατατρυχόμενος υπό
συμπλεγμάτων μειονεξίας, λόγω ψυχικών τραυμάτων και απωθήσεων, αλλ’ ο
συναισθανόμενος πλήρως την ενοχήν αυτού και αξιών, όπως βιώσει την βασικήν
συνέπειαν αυτής, την αξιολογικήν υποβάθμισιν.
Δια τούτο και εν προκειμένω η σχετική άξίωσις (καθικέτευσις) του ασώτου·
«ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου», εκφράζει το βάθος αλλά και τας διαστάσεις
της βιώσεως της ταπεινώσεως, η οποία εν τέλει είναι το αυθεντικόν αποτέλεσμα
της ειλικρινούς μετανοίας. Ούτως είναι πράγματι η ψυχολογική (και πνευματική)
«μετουσίωσις» ουσιαστική αλλαγή της δομής της εσωτερικότητος.
Ο άσωτος βιοί πλήρη διαδικασίαν εσωτερικών αλλαγών εις τας σκέψεις, τας
διαθέσεις και τα συναισθήματα αυτού. Τα κύρια δε σημεία της αλλαγής ταύτης
είναι ακριβώς εκείνα, τα οποία εξήρθησαν, ήτοι: η επιστροφή εις εαυτόν
(εσωτερική ανασύνδεσις της ατομικότητος), αξιολογική υπαρξιακή αναμέτρησις,
συναίσθησις της ενοχής, ομολογία αυτής, συναίσθησις ηθικής μειονεξίας και
ταπείνωσις, ως θετικόν πνευματικόν γεγονός. Τα σημεία ακριβώς ταύτα συνθέτουν
την όλην ψυχολογικήν (και πνευματικήν) διαδικασίαν της βιώσεως της μετανοίας.
Υπό την εποψιν ταύτην η μετάνοια εμφανίζεται ως εν δυναμικόν ψυχικόν και
πνευματικόν γεγονός, το οποίον εκκινεί εκ μιας αφυπνίσεως και oλοκληρούται εις «καινήν
κτίσιν». Οπωσδήποτε δε μία τοιαύτη «παλιγγενεσία» δεν είναι δυνατόν να αποτελεί
προϊόν μόνον της ατομικής ανθρωπίνης προσπάθειας. Δια τούτο ο μυστηριακός
χαρακτήρ της μετανοίας καθιερώνει αυτήν εγκύρως ως αναγεννητικόν βάπτισμα, εκ
του οποίου αναδύεται ο καινός άνθρωπος, «ο κατά Θεόν κτισθείς εν δικαιοσύνη και
οσιότητι της αληθείας».
Τέλος, ως προς τα κύρια σημεία της ψυχικής (και πνευματικής) διαδικασίας
της επιστροφής του ασώτου, είναι χαρακτηριστικόν το γεγονός ότι ταύτα
κατακλείονται δια της προς τον πατέρα πορείας και της εμπράκτου ομολογίας της
ενοχής αυτού. «Και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού… είπε δε ο υιός· Πάτερ
ήμαρτον…» (στχ. 20-21).
Το ιδιάζον νόημα της υπογραμμίσεως της πορείας ταύτης υπό του Κυρίου δέον
ασφαλώς να αναζητηθή εις την σημασίαν της ψυχικής και πνευματικής προπαρασκευής
προς εξαγόρευσιν της προσωπικής ενοχής, και άρα προς ομολογίαν της ειλικρινούς
μετανοίας. Ο άσωτος, αφού εβίωσε καθ’ εαυτόν πλήρως την διαδικασίαν της
μετανοίας και επιστροφής, επορεύθη προς τον πατρικόν οίκον προκειμένου να
έξαγορεύση αυτήν και ενώπιον του πατρός αυτού. Μόνον δε τότε η μετάνοια αύτη
καταξιούται ως έγκυρον πνευματικόν γεγονός αλλαγής και αναδημιουργίας.
Ενταύθα θα ηδύνατό τις να επισημάνει επίσης το γεγονός, ότι η παραβολή δεν
δίδει μόνον την εικόνα του εσωτερικού διαλόγου καθ’ εαυτόν, τον οποίον δηλαδή ο
άσωτος ανέπτυξε συνομιλών μεθ’ εαυτού, αλλά προσθέτει, ως φυσιολογικόν
στοιχείον της όλης διαδικασίας της επιστροφής του ασώτου, και την ομολογίαν της
ενοχής αυτού ενώπιον του υποδεχόμενου αυτόν πατρός του. «Έτι δέ αυτού μακράν
απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού… και δραμών… κατεφίλησεν αυτόν. Είπε δε
αυτώ ο υιός· Πάτερ, ήμαρτον.» (στχ. 20-21).
Ούτως η μετάνοια του υιού, ως εσωτερική ψυχική και πνευματική διαδικασία,
δεν παραμένει όλως ατομικόν γεγονός, οιονεί βιούμενον εντός του «ταμιείου»
αυτού. Εξωτερικεύεται πλήρως δια ζώσης φωνής ενώπιον του πατρός και πιθανώς της
συνοδείας αυτού, δεδομένου ότι εις άρχων-πατήρ θα επλαισιούτο οπωσδήποτε, κατά
την συνάντησιν μετά του υιού του, υπό των στενών συγγενών ή των ανωτέρων ή
άλλων υπαλλήλων και υπηρετών αυτού.
Εις την περίπτωσιν ταύτην της προφορικής εξωτερικεύσεως της ομολογίας της
ενοχής του ασώτου υιού ενώπιον του πατρός, οφείλει τις αναμφιβόλως να
επισημάνει την βασικήν ψυχολογικήν (και πνευματικήν) λειτουργίαν του μυστηρίου
της ιερας Εξομολογήσεως, η οποία είναι η ενώπιον του πνευματικού πατρός
εξαγόρευσις της προσωπικής ενοχής. Και εξ επόψεως δηλαδή ψυχολογικής δεν
εξαρκεί η εν κρυπτώ συναίσθησις της προσωπικής ενοχής προς απαλλαγήν της
προσωπικότητος εκ των αρνητικών συνεπειών αυτής και δη επί της ασυνειδήτου
ψυχικής περιοχής.
Απαιτείται εξάπαντος η εξωτερίκευσις της εν λόγω ενοχής και η δια του προφορικού
μετά του πνευματικού πατρός διαλόγου «υποστασιακή» εκμηδένισις αυτής. Μάλιστα
θα ηδύνατό τις να κατανοήσει τον αμφιδυναμικόν χαρακτήρα της εξωτερικεύσεως ως
κατά-φασιν και συγχρόνως εκμηδένισιν της ενοχής. Η εξωτερίκευσις, ως προφορική
ομολογία και παραδοχή αυτής, αναγνωρίζει την υπόστασιν της ενοχής ως γεγονός
αναντίρρητον, ενώ συγχρόνως, ακριβώς ως αναγνώρισις η ομολογία αύτη εκμηδενίζει
πράγματι την υποστασιακήν φύσιν αυτής.
Βεβαίως ενταύθα η μυστηριακή λειτουργία είναι εκείνη, η οποία αναλαμβάνει
την «εξάλειψιν» της ενοχής, αλλά και ψυχολογικώς, ως διδάσκει και ο
ψυχοθεραπευτικός διάλογος, η ομολογία της ενοχής υπηρετεί μέχρις ορισμένου
σημείου την εξασθένισιν των αρνητικών επί της προσωπικότητος συνεπειών αυτής.
Αλλ’ η περιγραφή της ψυχολογικής και πνευματικής διαδικασίας της επιστροφής
του ασώτου υιού εις τον Πατέρα συμπληρούται δια της αρνητικής εικόνος του
πρεσβυτέρου υιού. Προφανώς ο Κύριος ήθελε να υπογραμμίσει ζωηρώς την αντίθεσιν
μεταξύ φαινόμενης συμπεριφοράς και μη φαινομένης εσωτερικής ψυχικής διαδικασίας
ή μεταξύ τυπικής θρησκευτικότητος και γνήσιας πνευματικότητος.
Άλλωστε η παραβολή του ασώτου προσφέρεται ως απάντησις προς τους Φαρισαίους
και τους Γραμματείς, λέγοντας «ότι ούτος αμαρτωλούς προσδέχεται και συνεσθίει
αυτοίς» (15,2). Το πρώτον δε μέρος της παραβολής περιγράφει παραστατικώς και
πλήρως την πτώσιν του ανθρώπου εις την αμαρτίαν και την ανάνηψιν αυτού και
επιστροφήν εις τον Θεόν και Πατέρα.
Ενώ το δεύτερον, το αφορών εις την προσωπικότητα του πρεσβυτέρου υιού,
υπογραμμίζει τας ψυχολογικάς και πνευματικάς συνεπείας της τυπολατρείας και της
επιφανειακής θρησκευτικότητος, αι οποίαι αμφότεραι εχαρακτήριζον τους
κατηγόρους και επικριτάς του Κυρίου Φαρισαίους και Γραμματείς.
Ούτως η ψυχολογική αντίδρασις του πρεσβυτέρου υιού εις το χαρμόσυνον
γεγονός της επιστροφής του αδελφού του εμφανίζει τα κάτωθι κύρια σημεία, τα
οποία προδίδουν ζωηρώς την ποιότητα της πνευματικότητος αυτού.
α)
Ψυχικήν αντίστασιν και επιθετικότητα
Καθ’ ον χρόνον ο πρεσβύτερος υιός πλησιάζει εις την οικίαν του πατρός του,
επιστρέφων εκ του αγρού, αντιλαμβάνεται ότι κάτι όλως εξαιρετικόν και έκτακτον
συμβαίνει εν αυτή. Δια τούτο ερωτά περί του γεγονότος τούτου τον πρώτον ίσως
ύπηρέτην, τον οποίον συναντά. Η απάντησις, την οποίαν λαμβάνει, μεταδίδει εις
αυτόν την χαρμόσυνον πληροφορίαν περί του αδελφού του, ο οποίος, κατά την
πατρικήν κρίσιν, «νεκρός ήν καί ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».
Η νεκρανάστασις ή παλιγγενεσία αύτη, ως συγκινητικόν και δή συγκλονιστικόν
γεγονός, προκαλεί χαράν και ευφροσύνην εις πάντας. Δια τούτο ευλόγως ο υπηρέτης
αναμένει την ευνόητον αντίδρασιν. Εν τούτοις ο πρεσβύτερος υιός αντιδρά όλως
απροσδοκήτως. Ευθύς ως λαμβάνει την πληροφορίαν ότι· «ο αδελφός σου ήκει καί
έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον το σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν» (στχ.
27), αντιδρά επιθετικώς. Δηλαδή «ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν».
Είναι προφανές ότι η οργή του πρεσβυτέρου υιού είναι ασυμβίβαστος προς το
σημαντικόν και χαρμόσυνον γεγονός της επιστροφής του αδελφού του. Η έντονος
αύτη αψιθυμική αντίδρασις, η οποία, ως ψυχική αντίστασις, ολοκληρούται δια της
αρνήσεως αυτού να εισέλθη εις τον εορτάζοντα πατρικόν οίκον, προδίδει ζωηρώς
ασυνείδητους διαδικασίας εν πλήρει δράσει. Επομένως το ερώτημα είναι εύλογον,
διατί ο πρεσβύτερος υιός αντιδρά ούτω; Διατί εκδηλοί, οιονεί, αυτόματον
επιθετικότητα; Ισως η μόνη δυνατή απάντησις, επί τη βάσει των μέχρι τούδε
δεδομένων των ασυνειδήτων διαδικασιών, είναι η ισχυρά απώθησις αισθημάτων
ενοχής.
Ο πρεσβύτερος υιός ήτο «άψογος» θρησκευτικός άνθρωπος. Ήτο αυστηρώς
προσηλωμένος εις την υπηρεσίαν και το έργον του πατρός. Τούτο μάλιστα, κατά την
πλήρη αγανακτήσεως μομφήν προς τον πατέρα, τονίζει ιδιαιτέρως. «Ιδού τοσαύτα
έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον» (στχ. 27). Η επίκλησις των
υπηρεσιών του αυτών και δη της απαραβάτου συνεπούς εκτελέσεως των πατρικών
εντολών υπογραμμίζει εξ άλλου την τυποκρατικήν συμπεριφοράν του ασώτου προς τον
πατέρα αυτού.
Εξωτερικώς και «τυπικώς» ήτο αφωσιωμένος προς τον πατέρα. Αλλ’ ακριβώς η
«άψογος» αύτη θρησκευτικότης και αφοσίωσις καθιστά εκ πρώτης όψεως ανεξήγητον
την επιθετικότητα και την ψυχικήν αντίστασιν του πρεσβυτέρου υυού. Η θεώρησις
όμως της αρνητικής ταύτης αντιδράσεως υπό το πρίσμα των ασυνειδήτων διαδικασιών
συνδέει την επιθετικότητα προς απωθούμενα αισθήματα ενοχής.
Ούτως η αυστηρά και τρόπον τινά απόλυτος προσκόλλησις εις τους
θρησκευτικούς τύπους προδίδει πολλάκις νευρωτικήν ακαμψίαν, δηλαδή πα-γίωσιν (Fixierung)
εις ωρισμένον τρόπον συμπεριφοράς και ψυχικής ενεργείας. Εις πολλάς δε
περιπτώσεις η απόλυτος προσκόλλησις αύτη χρησιμοποιείται ως αμυντικός ψυχικός
μηχανισμός, οφειλομένη εις απώθησιν αισθημάτων ενοχής. Διά του τρόπου τούτου
αμύνεται το άτομον ασυνειδήτως κατά της συνειδητοποιήσεως των αισθημάτων αυτών.
Ο πρεσβύτερος υιός ήτο, μέχρι της στιγμής της επιστροφής του
αναγεγεννημένου αδελφού του, ησφαλισμένος από της πλευράς της αποκαλύψεως των
αισθημάτων ενοχής, τα οποία επιμόνως απωθούσε. Η απόλυτος τυπο-κρατική του
προσκόλλησις υπερήσπιζεν αυτόν πλήρως. Αλλ’ η επιστροφή του ασώτου αδελφού, ως
βιωθείσα και συνειδητοποιηθείσα ενοχή, προκαλεί την ασυνείδητον αντίδρασιν της
προσωπικής του ενοχής. Εντεύθεν η οργή και η ψυχική αντίστασις, αι οποίαι είναι
όντως διαμετρικώς αντίθετοι προς την αφοσίωσιν και την μακροχρόνιον («τοσαύτα
έτη») συνεπή προσφοράν υπηρεσίας προς τον πατέρα.
Η απώθησις της ενοχής δεν επέτρεπεν εις τον πρεσβύτερον υιόν πνευματικήν
πρόοδον ανάλογον προς την αφοσίωσιν και την υπηρεσίαν ταύτην. Ενώ ούτος από
πλευράς «τύπων» ήτο άψογος, εσωτερικώς παρέμενεν ακαλλιέργητος και ανώριμος,
λόγω ακριβώς των επιμόνως απωθουμένων αισθημάτων ενοχής.
β)
Προβολήν της ενοχής αυτού
Είναι ιδιαζόντως χαρακτηριστικόν το γεγονός ότι ο πρεσβύτερος υιός δεν
επιτίθεται κυρίως κατά του αδελφού αυτού, αλλά εναντίον του πατρός. Διότι
πράγματι η όλη συμπεριφορά αυτού στρέφεται κατά του πατρός, προς τον οποίον
υπήρξε «τοσούτον» αφωσιωμένος, επί τοσαύτα έτη. Προς τον αδελφόν προβάλλει κατ’
αρχάς αρνητικήν ψυχικήν αντίστασιν, μη θέλων να εισέλθει εις τον πατρικόν οίκον
και να συνεορτάσει δια το χαρμόσυνον γεγονός της νεκραναστάσεως αυτού.
Έπειτα δε και επιτίθεται κατ’ αυτού δια της περιφρονητικής αντωνυμίας
«ούτος». Αλλά κατά του πατρός του εκδηλοί άμεσον επιθετικότητα και κατηγορεί
αυτόν επί σκληρότητι και στενοκαρδία. Ούτως, όταν «εξελθών παρεκάλει αυτόν» ο
πατήρ να εισέλθει εις την οικίαν, ούτος εξαποστέλλει κατ’ αυτού μύδρους ενοχής.
«Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, και εμοί
ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ. Ότε δε ο υιός σου
ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον
σιτευτόν» (στχ. 29-30).
Οι λόγοι ούτοι εκφράζουν πράγματι ζωηρώς τα επιθετικά αισθήματα του πρεσβυτέρου
υιού προς τον πατέρα. Κυρίως δε αι κατηγορίαι, τας οποίας δια των λόγων τούτων
αποδίδει εις αυτόν υπογραμμίζουν την ενοχήν του πατρός. Αλλ’ ως είναι ευνόητον,
η ενοχή αύτη δεν είναι αντικειμενικώς πραγματική. Αι κατηγορίαι είναι
ανυπόστατοι και επομένως συνιστούν προβολήν της προσωπικής ενοχής του
πρεσβυτέρου υιού επί του προσώπου του πατρός. Η προς τον άσωτον άφεσις του
πατρός προκαλεί την δραστηριότητα των απωθουμένων αισθημάτων ενοχής του
πρεσβυτέρου υιού, τα οποία, ως καυστικά βέλη, κατευθύνονται προς τον πανάγαθον
«αφέτην».
Διότι ο πατήρ είναι ο αυθεντικός διαχειριστής και χορηγός της αφέσεως, την
οποίαν ο πρεσβύτερος υιός δεν δύναται να γευθεί, επειδή ακριβώς, εκ λόγων
αλαζονείας, απωθεί την ενοχήν αυτού εις τα σκοτεινά βάθη της ασυνειδήτου ψυχικής
περιοχής. Ούτως η προς τον πατέρα επιθετική συμπεριφορά αυτού προβάλλει όντως
την προσωπικήν του ενοχήν.
γ)
Επιθυμίαν αφέσεως της ενοχής αυτού
Η συμπεριφορά του πρεσβυτέρου υιού είναι αρνητική, θεωρούμενη ως επίθεσις
κατά του πατρός. Αλλ’ έχει αύτη και θετικόν χαρακτήρα. Εκφράζει τον μύχιον
πόθον της αφέσεως της ενοχής αυτού. Επιθυμεί ούτος να τύχει της αγαθής
εμπειρίας, την οποίαν και ο αδελφός αυτού εβίωσε. Η συμπεριφορά του είναι μία
ασυνείδητος διαμαρτυρία πρώτον κατά του εαυτού του, ο οποίος δεν είναι εις
θέσιν να βιώσει μίαν τοιαύτην εμπειρίαν.
Η επιθετικότης, έκ της επόψεως ταύτης, στρέφεται πρωτίστως κατά του εαυτού
του, ο οποίος είναι ένοχος, προβάλλεται δε, λόγω της απωθήσεως, επί του πατρός.
Εξ άλλου όμως η επιθετική συμπεριφορά του πρεσβυτέρου υιού προς τον πατέρα
αποτελεί διαμαρτυρίαν κατ’ αυτού, όστις ακριβώς είναι ο μόνος αυθεντικός
διαχειριστής και χορηγός της αφέσεως, την οποίαν ούτος διακαώς επιθυμεί. Η
αμφιδυναμική οψις της συμπεριφοράς ή αντιδράσεως του πρεσβυτέρου υιού δικαιώνει
ασφαλώς την άποψιν του Caruso, συμφώνως προς την οποίαν η νευρωτική συμπεριφορά
είναι μία απόπειρα προς αποκατάστασιν της «ορθοδοξίας εις την ζωήν».
Εκείνος, ο οποίος απωθεί την ενοχήν του και αντιδρά εις τας διανθρωπίνας
σχέσεις νευρωτικώς, επιθυμεί κατ’ ουσίαν την αποκατάστασιν της ηθικής
ολοκληρίας της προσωπικότητός του. Κατέστη νευρωτικός, διότι κατέστη ανυπόφορος
η απώθησις της ενοχής αυτού. Επομένως εις την σκοτεινήν περιοχήν των
ασυνειδήτων διαδικασιών της προσωπικότητός του πρεσβυτέρου υιού υπολανθάνει και
η λειτουργία της νοσταλγίας και της επιθυμίας της ηθικής ακεραιότητος και
αθωότητος.
Η θετική αύτη όψις της επιθετικής αντιδράσεως του πρεσβυτέρου υιού
σημειούται ενταύθα μόνον ως δυνατότης πνευματικής ανανήψεως αυτού. Η ποιμαντική
δε σημασία του γεγονότος τούτου είναι όντως αυτονόητος. Αλλ’ η παραβολή
τερματίζεται ούτως, ώστε ο υιός ούτος να παραμείνει παγιδευμένος εις την
κατάστασιν της νευρωτικής (αμαρτωλού) ακαμψίας. Διότι ο πατήρ «είπεν αυτώ·
τέκνον, συ πάντοτε μετ’ εμού ει, και πάντα τα εμά σα εστιν· ευφρανθήναι δε και
χαρήναι έδει, ότι . . .» (στχ. 31-32). Κατά ταύτα η παραβολή του ασώτου υιού
προβάλλει δύο θρησκευτικούς τύπους και συγχρόνως δύο διαδικασίας θρησκευτικής
βιώσεως.
Ο άσωτος υιός και ο πρεσβύτερος αδελφός αυτού αποτελούν δύο θρησκευτικά
βιωματικά σύμβολα, τα οποία συγχρόνως κρύπτουν και αποκαλύπτουν μίαν
πραγματικότητα. Προβάλλουν μίαν όψιν και υποδηλούν μίαν ασυνείδητον
διαδικασίαν. Οπωσδήποτε όμως υπογραμμίζουν το ουσιαστικόν πρόβλημα του
ανθρώπου, όπερ είναι το πρόβλημα της ενοχής και υποδεικνύουν θετικώς και
αρνητικώς την ορθήν λύσιν αυτού. Αύτη είναι πάντοτε η αναγνώρισις και αποδοχή
της βιωματικής υποστάσεως αυτής, ως ακριβώς ομολογείται εις τον 18ον στίχον της
περικοπής.
Αλλ’ η ανίχνευσις των ασυνειδήτων διαδικασιών και η χειραγώγησις του
νευρωτικού ανθρώπου εις την βίωσιν της τοιαύτης λύσεως αποτελεί ασφαλώς τον
κεντρικον στόχον του ποιμαντικού έργου. Εν προκειμένω δε η συμβολή των
ψυχολογικών σπουδών εις την διευκόλυνσιν του έργου τούτου είναι ασφαλώς λίαν
προφανής.