Ήταν άγριο χάραμα, με μια αλήθεια παράξενη αγριάδα το μαγιάτικο εκείνο πρωϊνό, καθώς τα μελτέμια, αφού διέσχισαν χιλιόμετρα χιλιάδες κουβαλώντας χρώματα, εικόνες, πάθη, καϋμούς, επισκέπτονταν τώρα δρόμους, σοκάκια, μπαλκόνια, παραθύρια και ψυχές στην γειτονιά εκείνη.
Άλλες φορές λυτρωτικά, άλλες μελαγχολικά και άλλες τρομακτικά. Και η Μυρτώ, που βγήκε στο μπαλκόνι να μαζέψει τ’ απλωμένα σεντόνια υπό τον φόβο της βροχής, είδε αντίκρυ μια φιγούρα τρομακτική επίσης.
Ήταν μια γυναίκα, μάλλον ηλικιωμένη, μ’ ένα μαντήλι σφιχτοδεμμένο στο κεφάλι της, συγκύπτουσα, μαυροφορούσα, με μια τσάντα με λουριά στους ώμους περασμένη, ρούχα παλιά μα επίσημα θαρρείς, και στα πόδια φορώντας καλογυαλισμένες, λουστραρισμένες μπαλαρίνες.
Χωλαίνοντας απαλά, μ’ ένα σκαμνί αναδιπλούμενο στα χέρια, άρχισε να πηγαίνει πάνω κάτω, πάνω κάτω, πάνω κάτω… Σαν να σημάδευε τον χώρο της, σαν να μετρούσε και σαν να έβλεπε.
Έβλεπε… από το πρωΐ μέχρι το βράδυ τι κόσμος θα περάσει, που θα σταθεί, ποιο είναι το καλύτερο σημείο και, τελικά, έστησε το σκαμνί της παραδίπλα στην σκάλα της εκκλησίας, ακριβώς απέναντι από το μπαλκόνι της Μυρτώς.
Ξημέρωνε παραμονή τ’ Αγίου Κωνσταντίνου και το μεγάλο πανηγύρι ήταν έτοιμο από μέρες.
Μα τις τελευταίες πινελιές πάντα σ’ αυτά τα πανηγύρια βάζουν οι ζητιάνοι, οι κηροπώλες, οι πλανόδιοι μικροπωλητές παιχνιδιών, φραουλών και κερασιών.
Και η δική μας γυναίκα, του διηγήματος, μια ζητιάνα ήταν. Απερριμένη από τον κόσμο, εκβληθείσα έξω από την πολιτισμένη κοινωνία και ζώντας μια ολόκληρη ζωή στο περιθώριο, την περιφρόνηση και τον διωγμό.
Ποιός αλήθεια θα ασχοληθεί μαζί της; Και μόνο από την συνήθεια της επαιτείας ήταν απωθητική στους περισσότερους ανθρώπους, λιγότερο ωστόσο από άλλους και άλλες «συναδέλφους» και «συναδέλφισσές» της.
Αυτή, τουλάχιστον, δεν εκστόμιζε βαρειές κατάρες και βρισιές σε όσους απομακρύνονταν «περνώντας και αφήνοντας την έτσι».
Έλεγε μια ιστορία πόνου και δυστυχίας, άπλωνε ικετευτικά το χέρι, κατά διαστήματα άδειαζε στην τσάντα της τα συναχθέντα χρήματα, κάνοντας την δουλειά αυτή αγόγγυστα, με φυσικό τρόπο θαρρείς, από φυλακής πρωΐας μέχρι νυκτός.
Ένας άγραφος νόμος οριοθετούσε την σχέση της με τους υπόλοιπους ζητιάνους, ως προς την απόσταση που τους χώριζε, την αμοιβαία προστασία σε περίπτωση κινδύνου, το συνωμοτικό σφύριγμα αν ερχόταν αστυνομία, για να επιβάλλει τα προβλεπόμενα από τον ποινικό κώδικα περί επαιτείας «όποιος επαιτεί από φυγοποινία ή από φιλοχρηματία ή κατά συνήθεια τιμωρείται με κράτηση έως έξι (6) μήνες ή με πρόστιμο έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Η χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί και μαζί με την ποινή της κράτησης».
Ενώ τουλάχιστον καταργήθηκαν πια τα προβλεπόμενα περί αλητείας και δεν κατηγορούνταν πλέον για πολλαπλά αδικήματα κατά την προσαγωγή στο πταισματοδικείο.
Για κάποιον περίεργο και εντελώς ανεξήγητο λόγο η Μυρτώ μαγνητίστηκε από την ζητιάνα αυτή.
Την παρατηρούσε με προσοχή, άλλοτε αγανακτούσε και άλλοτε την λυπόταν, ένοιωθε μια ακατάσχετη ανθρώπινη ανάγκη να έρθει κοντά της, μα φοβόταν κιόλας.
Δεν την έβλεπε, άλλωστε, πρώτη φορά. Από μικρό κορίτσι την θυμόταν, όπως και τις ατέλειωτες συζητήσεις με τις φίλες της αναλύοντας τους αστικούς μύθους, που την είχαν ήδη περιβάλλει.
Ότι έχει στο σπίτι της κρυμμένο θησαυρό, πολλές χιλιάδες λίρες χρυσές. Ότι το σπίτι της, το ερείπιο, δηλαδή, εκείνο, είναι στοιχειωμένο και καταραμένο.
Ότι ζουν εκεί μαζί της περισσότερες από πενήντα γάτες, αυτόκλητες φρουροί και σύντροφοι.
Ότι τα βράδια, τα μεσάνυχτα ακριβώς, αν περάσεις από έξω θ’ ακούσεις κραυγές και ουρλιαχτά. Και έτρεμε το φυλλοκάρδι τους, και ας προσπαθούσαν να φανούν ατρόμητες…
Με μια απόφαση ξαφνική, ίσως και απερίσκεπτη, η Μυρτώ έριξε μια ζακέτα πάνω της, φόρεσε πρόχειρα τα αθλητικά της παπούτσια, κατέβηκε τα σκαλιά, πέρασε τον δρόμο και πλησίασε την γριά ζητιάνα.
– Καλημέρα, κυρία, είπε δειλά.
– Καλημέρα, κορίτσι μου καλό.
– Μήπως χρειάζεστε κάτι;
– Τί άλλο να θέλω, παιδί μου, αφού με είπε άνθρωπος «καλημέρα» ύστερα από τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια; Μπορεί να θέλω ή να χρειάζομαι κάτι άλλο;
– Ελάτε να πιείτε έναν καφέ.
Κοντοστάθηκε λίγο η ζητιάνα, κοιτώντας δεξιά κι αριστερά, ένοιωθε παράξενα και κάτι σαν συγκίνηση, γιατί αλήθεια οι κακουχίες της ζωής είχαν σκληρύνει πολύ την καρδιά της.
Μα και στην σκληρότερη καρδιά ακόμα, υπάρχει πάντα μια ευαίσθητη χορδή. Και θα υπάρχει πάντα όσο μέσα της κυλά αίμα ζωηρόν.
Μέχρι να πάρει την απόφαση, η Μυρτώ την πήρε από το χέρι, της ξαναείπε˙ «έλα, καλή μου», πέρασαν τον δρόμο, άνοιξαν την εξώπορτα, ανέβηκαν τα σκαλιά, μπήκανε στο σαλόνι και η Μυρτώ φρόντισε την ζητιάνα, σαν νά’ τανε θεία της ή μάνα.
Άναψε το γκαζάκι, έβαλε να ψήσει καφέ στο μπρίκι, έβγαλε λίγα κουλουράκια τα βρισκούμενα και κάθησε κοντά της.
Δεν την ρώτησε τίποτα ούτε και εκείνη τα πήγαινε καλά με τα λόγια άλλωστε και πρέπει να πέρασε σίγουρα αρκετή ώρα σιωπής.
Μετά τις πρώτες γουλιές, όμως, του καφέ, άρχισαν να ανταλλάσσουν δειλά δειλά κουβέντες.
– Εμένα, θεία, με λένε Μυρτώ. Εσένα πώς σε λένε;
Ασυναίσθητα η ζητιάνα, αντί να απαντήσει άνοιξε την τσάντα της, έβγαλε το πορτοφόλι της και έδειξε την ταυτότητά της. Αθανασία Ιωαννίδου του Πολυχρόνη και της Αμαλίας. Φοβήθηκε ότι αλλιώς δεν θα γινόταν ποτέ πιστευτή.
– Κυρία Αθανασία, λοιπόν! Είπε η Μυρτώ.
– Ναι, αλλά παλιά με φωνάζανε Θένη, όταν ακόμα μου μιλούσαν άνθρωποι… Εσύ λέγε με καλύτερα «θεία», μου άρεσε πολύ, που το είπες πριν.
– Σε είδα από το μπαλκόνι μες στο κρύο και επειδή είμαι ολομόναχη σκέφτηκα να πιούμε μαζί τον καφέ.
– Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου, μα δεν θέλω να σε κουράζω. Εγώ έχω τα προβλήματά μου, τις ιδιοτροπίες μου, δεν κάνω εγώ για τους ανθρώπους. Και δεν αξίζω. Είμαι μία άχρηστη και αποτυχημένη.
– Α, θεία, όλα κι όλα, την διέκοψε η Μυρτώ. Αυτά τα λέω εγώ για τον εαυτό μου, δεν μπορείς να τα λες και εσύ, είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου.
Και λυτρώθηκε κάπως, εξιστορώντας στην άγνωστη ζητιάνα την ιστορία της ζωής της και πως έμεινε ολομόναχη από τότε, που ο άντρας της εξαφανίστηκε αφήνοντάς την αστεφάνωτη και μ’ ένα μωρό τριώ μηνώ στην αγκαλιά και τρεις μήνες αργότερα έχασε και το μωρό εκείνο από οστρακιά.
Και εδώ και είκοσι χρόνια, ήταν τριανταοκτώ μόλις χρονώ τώρα η Μυρτώ, και μόλις δεκαοκτώ όταν έχασε τον άντρα και το μωρό της, προσπαθεί να βάλει σε μια σειρά την ζωή της.
Καθαρίζοντας σκάλες, διακονώντας ηλικιωμένους αλλά και πολλές φορές με άλλους τρόπους, όχι και τόσο ηθικούς.
Μα ήξερε ότι η ζητιάνα δεν την κατέκρινε καθόλου και έτσι άδειασε τα σώψυχά της όλα, σαν σε ιερέα πνευματικό.
Και ήρθε η ώρα της Αθανασίας να μιλήσει. Πάντα ήθελε να το κάνει, ένοιωθε την βαθειά ανάγκη μα δεν βρέθηκε ποτέ ο κατάλληλος άνθρωπος να την ακούσει.
Σκεφτόταν να τα γράψει, μπορεί και να τα διάβαζε ποτέ κανένας, μα και τα γράμματα, που ήξερε ήταν λίγα κολλυβογράμματα μόνο.
Η Αθανασία γεννήθηκε από βασανισμένους πρόσφυγες γονείς σ’ ένα ορεινό χωριό της Δράμας.
Από τα βάσανα, την φτώχεια και τις κακουχίες δεν άντεξαν και πέταξαν σαν πουλιά στον ουρανό ν’ αναπαυτούν.
Και η μικρή Αθανασία έφτασε στα χέρια μιας θείας, πού’ χε ήδη οκτώ παιδιά και δεκατέσσερα στόματα να ταΐσει. Δεν ήταν ενθουσιασμένη με τ’ ορφανό και σκεπτόταν ότι εξαιτίας του θα πεινούσαν τα δικά της παιδιά.
Έτσι, την έβαζε να δουλεύει σκληρά όλη μέρα, την έβαζε πολλές φορές να κλέβει αλλά την έστελνε επίσης και να ζητιανεύει. Σκληρές εποχές, τραχείς άνθρωποι, οδυνηρά βιώματα.
Η Θένη, όπως την φώναζαν τα ξαδέρφια της, δεν είχε άλλη επιλογή, ακολουθούσε κατά γράμμα τις εντολές, για να αποφύγει άλλωστε και τις βάρβαρες πολλές φορές συνέπειες της μη τήρησής τους.
Σε κάθε περίπτωση πάντοτε ήταν και ένοιωθε ξένη, απομονωμένη, ανεπιθύμητη. Στο τραπέζι δεν καθόταν ποτέ μαζί τους αλλά της έστελναν φαγητό στον στάβλο, όπου και κοιμόταν.
Ουσιαστικά επρόκειτο για συνθήκες δουλείας ενδεδυμένες με τον χιτώνα της δήθεν φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης.
Κάποτε αρρώστησε και την έστειλαν στο νοσοκομείο της Δράμας στην αρχή και της Θεσσαλονίκης στην συνέχεια.
Όταν συνήλθε, το έσκασε από εκεί και δεν ξαναγύρισε ποτέ στο χωριό της. Και ήταν μόλις έντεκα χρονών.
Άρχισε να γυρίζει στους δρόμους σαν χαμένη αλλά και απελευθερωμένη. Κάποια στιγμή πείνασε πολύ, στάθηκε έξω από την Παναγία Χειροποίητο, όπως την έλεγε, και άπλωσε δειλά το χεράκι της στους περαστικούς.
Μόλις συγκέντρωσε αρκετές χιλιάδες δραχμές, ήταν η εποχή της νομισματικής υποτίμησης μετά την κατοχή, έκανε την πρώτη της αγορά.
Ένα ζεστό σουσαμένιο κουλούρι, ζυμωμένο σφιχτά με την ιστορία της πόλης. Στην συνέχεια, άρχισε να τρέχει και να εξερευνά τα πάντα με μια παιδική αθωότητα, που ήταν σχεδόν ήδη χαμένη, με περιέργεια και ενθουσιασμό, μαγεμένη από όλα όσα έβλεπε.
Το τραμ να περνά κάτω από την καμάρα, εκκλησίες, δρόμους, πραματευτάδες, χιλιάδες ανθρώπους στους δρόμους, μπαλωματήδες και παπουτσήδες, λούστρους, παλιατζήδες και παγωτατζήδες, υπαίθρια παζάρια, καβγάδες και φωνές, χωροφύλακες, λατέρνες και βιολιτζήδες.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασε η ώρα και πήρε να βραδιάζει. Ένας φόβος κυρίεψε την καρδιά της, μα πολυμήχανη και παρατηρητική, όπως ήταν, είχε δει πρωτύτερα, έξω από την Παναγία Δεξιά έναν μεγάλο θάμνο και σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να κρυφτεί εκεί μέσα και να κοιμηθεί.
Ενδιάμεσα είχε μαζέψει αρκετά χρήματα και αγόρασε άλλα δύο κουλούρια, που για αυτήν ήταν γεύμα βασιλικό σε σχέση με τα ψίχουλα, που της πετούσαν τόσα χρόνια στο χωριό.
Εκεί, στον θάμνο εκείνο έκανε και τα πρώτα της όνειρα και σχέδια. Ήθελε να βρει κάπου να μείνει, να βρει μία δουλίτσα – δεν την φοβόταν τη δουλειά – να πάει στο σχολείο και να μάθει γράμματα και, όταν μεγαλώσει, να κάνει το δικό της σπιτικό.
Μα τα όνειρα τα παιδικά σε μια μεγαλούπολη σαν την Θεσσαλονίκη, την εποχή εκείνη, το 1953 συγκεκριμένα συνέβησαν τα γεγονότα αυτά, ήταν μάλλον αδύνατο να πραγματοποιηθούν.
Σε όλες τις δουλειές, που εργάστηκε, όταν καταλάβαιναν ότι είναι απροστάτευτο κορίτσι, σχεδόν πάντα την εκμεταλλεύονταν, την αδικούσαν, την έκλεβαν.
Αφεντικά σκληρόκαρδα προσπάθησαν και με άλλους τρόπους να την εκμεταλλευτούν, ενώ ένα από αυτά, ο οποίος δήθεν την αγάπησε και της έταξε τον ουρανό με τ’ άστρα την άφησε έγκυο στην ηλικία των δεκαέξι.
Φυσικά, ποτέ δεν αναγνώρισε το παιδί εκείνο, αντίθετα την έδιωξε και την εγκατέλειψε κακήν κακώς.
Και έπρεπε τώρα να φροντίζει αυτή μονάχη και για τους δύο, την ίδια και τον γιο της.
Είχε βρει ευτυχώς ένα παλιό τούρκικο ερειπωμένο σπίτι στο Χαρμάνκιοϊ, που όλοι τό’ λεγαν στοιχειωμένο και κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει, γιατί έλεγαν ότι φριχτό φονικό είχε συμβεί εκεί μέσα και έρχονται τις νύχτες πνεύματα και ξυπνάνε οι ψυχές των σκοτωμένων και γυρεύουνε εκδίκηση.
Η Θένη τόλμησε να εισέλθει και είχε γίνει η νέα ένοικος. Για αυτόν και μόνο τον λόγο την απομόνωσαν αμέσως όλοι, κανείς δεν ήθελε να της μιλά και άρχισαν να διασπείρουν φήμες ότι είναι μάγισσα, ότι είναι δαιμονισμένη, ότι κάνει θυσίες και άλλα ευφάνταστα σενάρια τρόμου.
Θυσίες έκανε στ’ αλήθεια, μα οι θυσίες αυτές ήταν για το παιδί της. Δεν ήθελε να ακολουθήσει τον δρόμο τον δικό της και έτσι παρακάλεσε μια πλούσια γειτόνισσα να το πάρει για δικό της, να το μεγαλώσει εκείνη.
Βαρειά απόφαση, για την οποία μετάνιωνε σε όλη τη ζωή της και κάθε νύχτα και κάθε μέρα έκλαιγε ζητώντας από τον Θεό να την συγχωρέσει για το έγκλημα αυτό.
Πως το έκανε, αλήθεια, και χωρίστηκε το σπλάγχνο της, το αίμα της καρδιάς της; Μα ύστερα από έξι περίπου χρόνια νέα συγκλονιστική ανατροπή ήρθε να ταράξει την ζωή της.
Η θετή μητέρα του δικού της παιδιού την περίμενε ένα βράδυ, που γύρισε από την «δουλειά» και της είπε ότι θα πρέπει να παραλάβει και πάλι το παιδί της πίσω.
Μεγαλώνοντας διέγνωσε ο γιατρός ότι το παιδί είναι «καθυστερημένο». Δεν υπήρχε τα χρόνια εκείνα ακόμα η ευαισθησία να ορίζεται έστω με ευγενέστερα λόγια η συγκεκριμένη διάγνωση.
Η Θένη δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Να λυπηθεί για το παιδί της ή να χαρεί, που θα το σφίξει και πάλι στην αγκαλιά της;
Πώς θα μπορούσε αυτή, μόνη και απροστάτευτη η ίδια να το αναθρέψει, να το μεγαλώσει, να το φροντίσει; Και, ύστερα, είχε και πρόβλημα με το μυαλό του. Και η ίδια, άλλωστε, δεν ήταν υγιής.
Οι συσσωρευμένες θλίψεις και ταλαιπωρίες, τα βάσανα και τα τραύματα την είχαν επηρεάσει. Είχε πάρει από φόβο τους ανθρώπους.
Ακόμα και κάποια αγριάδα, που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της και τρόμαζε τους ανθρώπους πολλές φορές και ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά ήταν μία μορφή αυτοάμυνας και σκόπιμης απώθησης, για να προφυλαχτεί από την κακία των ανθρώπων. Μα τώρα!
Το πρόσωπό της έγινε μεμιάς ολόγλυκο, ήρεμο, φωτεινό. «Δεν πειράζει κυρία, είπε, έτσι ήθελε ο Θεός να σβήσω το κρίμα μου.
Το παιδί μου είναι παιδί μου. Το αγαπώ και το θέλω, όπως είναι. Ας είναι καθυστερημένο. Τουλάχιστον να είναι ευλογημένο. Δεν θα αφήσει ο Θεός.
Θα μας λυπηθεί και εμάς. Έρχομαι, τώρα κιόλας να το πάρω». Και έτρεξε με λαχτάρα. Καιγόταν η καρδιά της από αγάπη. Και μια μεγάλη έκπληξη την περίμενε μόλις άνοιξε η πόρτα.
Ο Κωστάκης ο μικρός έτρεξε στην αγκαλιά της, την έσφιξε με απίστευτη δύναμη και άρχισε να φωνάζει˙ μαμά, μαμά! Η Θένη δυσκολεύτηκε πολύ, για να του απαντήσει˙ παιδί μου!
Όχι για κάποιον άλλο λόγο αλλά γιατί πάγωσε η λαλιά στα χείλη της από την συγκίνηση και τα αναφυλλητά. Μα με τον δικό της τρόπο, που κάθε μάνα μόνο τον γνωρίζει, του έδειξε την αγάπη της.
Τον πήρε και, αφού άφησαν τα πράγματά του στο σπίτι τους, πήγαν βόλτα πότε κρατημένοι χέρι χέρι, πότε κουβαλώντας τον στην αγκαλιά, τον κέρασε τηγανιτές πατάτες και γκαζόζα από το ψητοπωλείο της γειτονιάς, ενώ έκπληκτοι οι γείτονες παρατηρούσαν το παράξενο θέαμα.
Μετά την συνάντηση αυτή και την επανένωση η Θένη σαν να ξαναβρήκε νόημα στη ζωή της. Παρά τα πολλά προβλήματα, με μεγαλύτερο όλων τον κοινωνικό στιγματισμό και αποκλεισμό, φρόντισε όσο μπορούσε καλύτερα το παιδί της.
Και το φροντίζει μέχρι σήμερα, που είναι πια αυτή κοντά εβδομηνταπέντε και εκείνος κοντά εξήντα χρονώ. Και την φροντίζει και εκείνος. Με την αγάπη, την συντροφιά και τα προβλήματά του.
Γιατί, δυστυχώς, μεγαλώνοντας έμαθε το αλκοόλ και έχει εξάρτηση από αυτό. Η μάνα πότε με το καλό πότε με το άγριο τον συμβουλεύει. Και αγωνίζεται. Και κάθε μέρα ζητιανεύει.
Όχι μόνο χρήματα αλλά και αγάπη. Ελεημοσύνη πνευματική. Σαν αυτή, που απλόχερα της έδωσε η Μυρτώ παραμονή τ’ Αγίου Κωνσταντίνου.
Και ακόμα μεγαλύτερη, στη συνέχεια, αφού άκουσε όλη αυτή την συγκλονιστική ιστορία. Την ξανακάλεσε την επόμενη μέρα μαζί με τον γιο της να φάνε όλοι μαζί.
Αρνήθηκε η Θένη στην αρχή, μα υποχώρησε στην επιμονή της απρόσμενης νέας φίλης. Και έτσι, την επομένη, στην ταπεινή εκείνη γειτονιά, απέναντι από την εκκλησία, που πανηγύριζε, έγινε και άλλο πανηγύρι, ένα από τα ομορφότερα γεύματα του κόσμου.
Γκουρμέ όχι σε γεύσεις αλλά σε συνδαιτημόνες. Ανθρώπους απλούς και ταπεινούς, βασανισμένους και καταφρονεμένους, μα ελαχίστους του Κυρίου αδελφούς.
Πώς να μην ακούσει η Μυρτώ, λοιπόν, την ένδοξη και φοβερή εκείνη ημέρα της κρίσεως˙ δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου· ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με;