Ἡ γαλλίδα συγγραφέας καὶ φιλόσοφος
Σιμὸν ντὲ Μποβουάρ, μιὰ ἀπὸ τὶς κυριώτερες ἐκπροσώπους
τοῦ κινήματος
τοῦ φεμινισμοῦ στὸν 20ό αἰώνα, στὸ αὐτοβιογραφικό της ἔργο «Πῶς
ἔγινα συγγραφέας» μεταξὺ ἄλλων ἐξομολογεῖται:
«Πέρασα πολὺ εὐτυχισμένα παιδικὰ
χρόνια.Κοινωνοῦσα, ἐξομολογιόμουν, ἤμουν πολὺ εὐσεβής. Ἤθελα νὰ ἀρέσω
στὸν καλὸ Θεὸ καὶ νὰ ἔχω μιὰ κατάλευκη ἁγνὴ ψυχή… Μέχρι τὰ 12-13 μου ὅλα
κυλοῦσαν ὑπέροχα γιὰ μένα. Τὰ πράγματα χάλασαν λίγο ὅταν μπῆκα
στὴν ἐφηβεία. Ἔγινα ἄτακτη, ἀνάποδη καὶ χοντροκέφαλη – εἶχα ἀποκτήσει
κακὲς συνήθειες καὶ τρωγόμουν μὲ τὰ ροῦχα μου. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὅμως,
ἀναπτυσσόταν τὸ κριτικό μου πνεῦμα καὶ ὅταν ἡ μητέρα ἔλεγε «μὴ ἐκεῖνο,
μὴ τὸ ἄλλο»…, δὲν τὴν ὑπάκουα ποτὲ μὲ τὴ θέλησή μου.
Καὶ τελικὰ σ’ ἕνα σημαντικὸ
θέμα πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ μὴν ὑπακούω. Ἔλεγχαν μὲ ἄκρα αὐστηρότητα
τὰ ἀναγνώσματά μου… Περνοῦσα τὶς διακοπές μου στὴ Λιμουζέν, σ’ ἕνα
ἰδιόκτητο κτῆμα τοῦ παπποῦ, …καὶ στὴν ἐξοχὴ ξέμενα πάντα ἀπὸ ἀναγνώσματα.
Ὑπῆρχαν στὴ βιβλιοθήκη κάποιες δεμένες συλλογές… Μοῦ ὑπέδειξαν
τὰ κομμάτια ποὺ ἦταν «γιὰ μένα», … καὶ μοῦ ἐπέτρεψαν νὰ πάρω τὸν τόμο
στὸ δάσος ὅπου κατασκήνωνα γιὰ νὰ διαβάσω. Μιὰ ὡραία ἡμέρα ἄρχισα
νὰ διαβάζω τὰ κομμάτια ποὺ δὲν ἦταν γιὰ μένα… Καὶ ὅταν ἐπιστρέψαμε
στὸ Παρίσι, καταβρόχθισα ὅλη τὴ βιβλιοθήκη τοῦ πατέρα μου, …ὁτιδήποτε
ἔπεφτε στὰ χέρια μου.
Δὲν εἶχα καθόλου τὴν ἐντύπωση
ὅτι ἔκανα κάτι κακό, δὲν περνοῦσε κἂν ἀπὸ τὸ μυαλό μου ὅτι προσέβαλλα
τὸ Θεό. Πρέπει νὰ πῶ ὅτι εἶχα τακτοποιήσει -μὲ τὸν τρόπο μου- τὶς σχέσεις
μαζί του… Ὡστόσο ἕνα βράδυ στὴ Λιμουζὲν ἔκανα μέσα μου μερικὲς ἐρωτήσεις…
Εἶπα στὸν ἑαυτό μου: τὸ ὅτι δὲν ὑπακοῦς, τὸ ὅτι λὲς ψέματα, εἶναι κι
αὐτὰ ἁμαρτίες. Καὶ τότε μοῦ ἔγινε μιὰ ἀποκάλυψη ἀπόλυτα ἐκθαμβωτική: ποτὲ δὲν ἀπαρνιόμουν
πράγματα ποὺ μ’ εὐχαριστοῦσαν ἐπειδὴ δῆθεν ὁ Θεὸς τὰ ἀπαγόρευε. Ἄρα
δὲν πίστευα πιὰ σ’ ἐκεῖνον!».
Ἐντυπωσιάζει πράγματι ἡ εὔστοχη
καὶ εἰλικρινὴς διαπίστωση τῆς συγγραφέως! Ἀφοῦ ἔκανε αὐτὸ ποὺ τῆς
ἄρεσε, δὲν εἶχε πλέον καμμιὰ σχέση μὲ τὸν Θεό.
Πόσο τὸ ἔχουμε συνειδητοποιήσει αὐτὸ οἱ Χριστιανοί; Ἔχουμε ἀντιληφθεῖ
ὅτι τὸ δικό μας θέλημα καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ εἶναι δυὸ διαφορετικὰ
πράγματα καὶ νὰ μὴ συμπίπτουν πάντα μεταξύ τους; Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστ.
Παῦλος παρακινεῖ νὰ προσπαθοῦμε συνεχῶς νὰ βρίσκουμε ποιὸ εἶναι τὸ ἀγαθό,
εὐάρεστο καὶ τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ προσαρμόζουμε κάθε
δικό μας θέλημα, ὥστε νὰ μεταμορφώνουμε καὶ νὰ ἀνακαινίζουμε τὸν ἑαυτό μας,
κάνοντάς τον ἔτσι θυσία ζωντανή, εὐάρεστη στὸν Θεὸ (Ρωμ. 12, 1-2).
Ὅταν δίνουμε προτεραιότητα στὸ δικό μας θέλημα ποὺ δὲν συμπίπτει μὲ τὸ θέλημα
τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα κι ἂν δεχόμαστε θεωρητικὰ τὸν Θεό, οὐσιαστικὰ τὸν
ἀπορρίπτουμε. Δὲν πιστεύουμε πιὰ σ’ Αὐτόν. Δὲν ρυθμίζει Ἐκεῖνος
τὴ ζωή μας. Εἶναι ἕνας ξένος γιὰ μᾶς. Θεός μας εἶναι ὁ ἑαυτός μας μὲ ὅσα
τοῦ ἀρέσουν καὶ τὸν ἐξυμνοῦν.
Αὐτή τὴν αὐτοθέωση πόθησε μάταια ὁ Ἀδάμ,
ἀπορρίπτοντας τὸν δρόμο ποὺ τοῦ ὑπέδειξε ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ νέος
Ἀδάμ, ὁ Χριστός, ἀπέφυγε συστηματικὰ τὸ ἴδιο λάθος. Δὲν ζήτησε τίποτε
δικό του, ἀλλὰ «ἑαυτὸν ἐκένωσε» (Φιλ. 2, 7),
γιὰ νὰ γίνει ἀπόλυτα ὑπάκουος στὸν Θεὸ-Πατέρα. Γι’ αὐτὸ καὶ κάθε
Χριστιανὸς ποὺ σκέπτεται μὲ «νοῦν Χριστοῦ»(Α΄ Κορ. 2, 16)
καὶ δὲν θέλει διαζύγιο ἀπ’ τὸν Θεό, προσπαθεῖ νὰ ὑποτάξει ἐντελῶς
τὸ δικό του θέλημα στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νὰ πεθάνει γιὰ τὸν κόσμο. Νὰ
ζήσει γιὰ τὸν Θεό.
Πῶς θὰ τὸ πετύχουμε αὐτό, ἂν δὲν ἀπαρνηθοῦμε
ἑκούσια τὸν ἑαυτό μας, κάθε τὶ ποὺ θέλουμε; Κι ἂν δὲν γίνει αὐτό, πῶς
θὰ ἀκολουθήσουμε τὸν Χριστό; (Μάρκ. 8, 34).
π. Δημήτριος
Μπόκος
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 375, Ὀκτώβριος 2014)