Εὐλογημένα «γιατί»!
Ἐρώτημα τόσο συχνό, τόσο βαθύ, τόσο δυνατό στήν ἐκφορά του, τόσο δύσκολο στήν ἀπάντησή του.
Γιατί σέ μένα, Θεέ μου; Ἠχεῖ στά αὐτιά μου αὐτό τό ἐρώτημα καί ἀντηχεῖ βαθιά στήν καρδιά μου. Εἶναι τό ἐρώτημα κάθε γονιοῦ πού τό παιδί του πάσχει ἤ κάθε ἄνθρωπου πού ἔχει χτυπηθεῖ ἀπό ἀνίατη ἀσθένεια. Πῶς εἶναι δυνατόν αὐτό τό ἐρώτημα νά μεταμορφωθεῖ σέ ὁμιλία, συμβουλή, γνώμη ἤ ἀπάντηση;
Τό ἐρώτημα αὐτό συνεχῶς διατυπώνεται καί ἀπαντᾶται μόνο μέ δάκρυα, ὄχι μέ λέξεις, μέ αἰσθήματα, ὄχι μέ σκέψεις, μέ σιωπή, ὄχι μέ ἀπόψεις, μέ συμπόνια, ὄχι μέ ἀπαντήσεις. Πῶς νά τό κάνουμε; Συχνά τά μάτια μιλοῦν πιό εὔγλωττα ἀπό τό στόμα, ὁ ἀναστεναγμός πιό δυνατά ἀπό τή σκέψη καί ἡ πονεμένη ἀπορία ἐκφράζει περισσότερο τήν ἀλήθεια ἀπό τήν ὅποια ἀπάντηση.
Γιατί ὁ πόνος; γιατί ἡ ἀδικία; γιατί τά παιδάκια; γιατί τόσο πρόωρα; γιατί μέ αὐτόν τόν τρόπο; γιατί τήν ἀπερίγραπτη χαρά τῆς ἀθώας παρουσίας τους νά τή διαδέχεται ὁ ἀβάσταχτος πόνος; γιατί; Καί ἄν εἶναι γιά τό ἄγνωστο καλό μας, γιατί αὐτό τό καλό μας νά εἶναι τόσο πικρό;
Τί κακό ἔκανα; Ποῦ νά ψάξω νά βρῶ μέσα μου τήν ἄγνωστη σέ μένα αἰτία; Καί ἄν φταίω ἐγώ, δέν μπορῶ κάτι νά κάνω γιά νά ἀναστρέψω τά πράγματα; Καί ποιός ὁ λόγος ἐξ αἰτίας μου νά ὑποφέρει αὐτό τό ἀθῶο πλασματάκι; Αὐτό μοῦ φαίνεται πιό ἀδύνατο νά τό ἀντέξω. Κινδυνεύω νά χάσω καί τή λίγη καί ἀσθενική πίστη μου. Τελικά, ποιό τό ὄφελος αὐτῆς τῆς ἱστορίας;
Γιατί σέ μένα, Θεέ μου;
Δέν εἶμαι παιδί σου; δέν εἶσαι Θεός ἀγάπης; τί σχέση μπορεῖ νά ἔχει ἡ ἀγάπη Σου
μέ τό μαρτύριό μου; Πῶς νά μέ προσελκύσουν τά μαστιγώματά Σου; Πῶς συνδυάζεται ἡ καλωσύνη Σου μέ τήν ἀνερμήνευτη λογική τοῦ πόνου, μέ τή θλίψη, μέ τό ἐνδεχόμενο τοῦ σκανδαλισμοῦ;
Ἡ «εὐλογία» τοῦ πόνου. Εὐλογημένα «γιατί»!
Τά καθαγίασε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός στόν σταυρό «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μέ ἐγκατέλιπες;» Θεέ μου, γιατί μοῦ τό ’κανες αὐτό; Τί σοῦ ἔκανα; Δέν εἶμαι ὁ Υἱός σου; Τό ἴδιο ἀκριβῶς ἐρώτημα μέ τό δικό μου τό ὁποῖο ἔμεινε καί αὐτό ἀναπάντητο. Ἔμεινε ἀναπάντητο στά φαινόμενα. Τά γεγονότα ὅμως φανέρωσαν τήν ἀπάντηση.
Τέτοια πολλά «γιατί» βγῆκαν καί ἀπό τό στόμα τοῦ πολυάθλου Ἰώβ ἤ τή γραφίδα τοῦ τραυματισμένου Δαυίδ, δύο ἀνθρώπων πού οἱ τραγικοί θάνατοι τῶν παιδιῶν τους σφράγισαν τό πέρασμά τους ἀπό τήν ἱστορία καί πού μᾶς παρουσιάζονται συχνά ὡς μοναδικά πρότυπα πίστης, ἐγκαρτέρησης καί ὑπομονῆς.
Τό ἐρώτημα αὐτό τό ἀπευθύνουμε στόν Θεό, τό λέμε στόν ἑαυτό μας, τό ἐπαναλαμβάνουμε στούς ἀνθρώπους πού νοιώθουμε ὅτι ἰδιαίτερα μᾶς ἀγαποῦν. Τό λέμε κυρίως γιά νά ἐκφράσουμε τό μέσα μας, τό λέμε ὅμως καί προσδοκώντας τό χάδι μιᾶς ἀπάντησης. Ποιός ὅμως μπορεῖ νά δώσει μία ἀπάντηση; Ἀκόμη κι ἄν τήν ξέρει, ποιός μπορεῖ νά μᾶς τήν πεῖ;
Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος πρός πενθοῦντα πατέρα ὅτι ὁ πόνος κάνει τόν ἄνθρωπο τόσο εὐαίσθητο, ὥστε μοιάζει μέ τό μάτι πού δέν ἀνέχεται οὔτε τό πούπουλο. Καί ἡ πιό τρυφερή κίνηση αὐξάνει τόν πόνο τοῦ πονεμένου. Καί ἡ πιό διακριτική ἀναλογία δέν ἀντέχεται. Ὁ λόγος πού ἐκφέρεται ὡς λογικό ἐπιχείρημα ἐνοχλεῖ ἀβάσταχτα. Μόνο τό δάκρυ, ἡ κοινωνία τῆς ἀπορίας, ἡ σιωπή, ἡ ἐσωτερική προσευχή θά μποροῦσαν νά ἀνακουφίσουν τόν πόνο, νά φωτίσουν τό σκοτάδι ἤ νά γεννήσουν μία μικρή ἐλπίδα.
Ὁ πόνος γεννᾶ ἀλήθεια, συμπόνια, κοινωνία.
Ὁ πόνος δέν ξυπνάει μόνον ἐμᾶς, ἀλλά γεννάει καί τήν ἀγάπη στούς γύρω μας. Προσπαθοῦν νά μποῦν στή θέση μας. Ἀγωνίζονται στόν καιρό τῆς ἀσφάλειάς τους νά μοιραστοῦν τά πιό ἀνεπιθύμητα γι’ αὐτούς δικά μας αἰσθήματα. Καί τό κάνουν. Ὁ πόνος γεννᾶ τήν ὑπομονή μας, ταυτόχρονα ὅμως γεννᾶ καί τόν ἐξ ἀγάπης σύνδεσμο μέ τούς ἀδελφούς μας. Ὁ πόνος γεννᾶ τήν ἀλήθεια. Ἡ συμπόνια τῶν ἄλλων τή φυτεύει στή δική μας καρδιά. Ἐκεῖ διακριτικά κρύβεται καί ἡ ἀπάντηση.
Ἔτσι γεννιέται στήν καρδιά ἡ παρηγοριά, ἡ γλύκα καί ἡ ἀνακούφιση τῆς ὁποίας εἶναι πολύ ἐντονότερες ὡς ἐμπειρίες ἀπό τό βάρος τοῦ πόνου.
Ὁ πόνος μᾶς βγάζει ἀπό τά ἀνθρώπινα μέτρα.
Τελικά αὐτά τά «γιατί» δέν ἔχουν τίς ἀπαντήσεις πού ἡ φτώχια καί ἡ ἀδυναμία μᾶς περιμένει. Στή λογική αὐτή συνήθως παραμένουν ἀναπάντητα. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός γιά τόν θάνατο δέν εἶπε παρά ἐλάχιστα. Ἁπλά, ὁ Ἴδιος τόν ἐπέλεξε καί πόνεσε ὅσο κανένας ἄλλος. Καί ὅταν ἀναστήθηκε, τό στόμα Τοῦ ἔβγαλε περισσότερη πνοή καί λιγότερα λόγια. Δέν εἶπε τίποτε γιά ζωή καί θάνατο -μόνο προφήτευσε τό μαρτύριο τοῦ Πέτρου. Ὁ πόνος δέν ἀπαντιέται μέ ἐπιχειρήματα. Οὔτε ἡ ἀδικία καί ὁ θάνατος ἀντιμετωπίζονται μέ τή λογική. Τά προβλήματα αὐτά λύνονται μέ τό ἐμφύσημα καί τήν πνοή πού μόνον ὁ Θεός δίνει. Λύνονται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ξεπερνιοῦνται μέ τήν ταπεινή ἀποδοχή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ πού εἶναι τόσο ἀληθινό ἀλλά συνήθως καί τόσο ἀκατανόητο.
Στό διάβα της ἡ δοκιμασία συνοδεύεται ἀπό τό σφυροκόπημα τῶν ἀναπάντητων ἐρωτημάτων. Κι ἐμεῖς, γαντζωμένοι στά «μήπως», στά «γιατί», στά «ἄν» συντηροῦμε τίς ἐλπίδες καί ἀντέχουμε τήν ἐπιβίωση σέ αὐτόν τόν κόσμο, προσδοκώντας κάτι σίγουρο ἤ κάτι σταθερό. Αὐτό ὅμως συνήθως δέν ἐντοπίζεται στήν προτεινόμενη ἀπό μᾶς λύση, ἀλλά ἐπικεντρώνεται στήν ἀπροσδόκητη ὑπέρλογη θεϊκή παρηγοριά.
Ἡ μοναδική εὐκαιρία.
Τελικά, τό μέν ἐρώτημα μποροῦμε νά τό ὑποβάλλουμε, τήν δέ ἀπάντηση πρέπει νά τήν περιμένουμε.Ἤ ὁ Θεός δέν ὑπάρχει ἤ παραχωρεῖ μιὰδοκιμασία γιά νά μᾶς δώσει μι μοναδική εὐκαιρία. Ἄν δέν γινόταν ἡ Σταύρωση, δέν θά ὑπῆρχε ἡ Ἀνάσταση. Ὁ Χριστός θά ἦταν ἕνας καλός δάσκαλος· ὄχι ὁ Θεός. Ὁ Θεός δίνει τήν εὐκαιρία. Σέ μᾶς μένει νά τή δοῦμε καί νά τήν ἀξιοποιήσουμε. Ἡ δέ χαρά καί τό περιεχόμενο αὐτῆς τῆς εὐκαιρίας εἶναι πολύ μεγαλύτερα ἀπό τήν ἔνταση καί τόν πόνο τῆς δοκιμασίας.
Εἶναι ἀναντίλεκτη ἀλήθεια δυστυχῶς, συνήθως μόνο χάνοντας τά πολύ ἐπιθυμητά, γνωρίζουμε καί κερδίζουμε τά πολύ μεγάλα.
Σίγουρα ὁ πόνος καί ἡ ἀδικία δέν μποροῦν νά καταργήσουν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ὑπάρχει. Καί εἶναι ἀγάπη καί ζωή. Ἡ τέλεια ἀγάπη καί τό πλήρωμα τῆς ζωῆς. Καί τό μεγαλύτερο θαῦμα τῆς ὕπαρξής Του εἶναι ἡ συνύπαρξή Του μέ τόν πόνο, τήν ἀδικία καί τόν θάνατο.
Ἴσως καί ἡ μεγαλύτερη πρόκληση γιά τόν καθένα μας νά εἶναι ἡ συνύπαρξη μέ τόν δικό του προσωπικό πόνο, τό ἐλπιδοφόρο σφιχταγκάλιασμα μέ τά βαθύτερα αὐτά «γιατί», ἡ ταπεινή ἐσωτερική περιχώρηση στήν προσδοκία τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τίς «ἀδικίες» πού νομίζουμε πώς Αὐτός μᾶς κάνει.
Πρό καιροῦ, μέ πλησίασε κάποια νεαρή κοπέλα πού τό καντηλάκι τῆς ζωῆς της φαίνεται νά τρεμοσβήνει. Μέσα στόν ἀβάσταχτο πόνο της διέκρινα τήν ἐλπίδα. Μέσα ἀπό τά δακρυσμένα μάτια της ἀντίκρισα τή χαρά, τή δύναμη καί τή σοφία.
-Θέλω νά ζήσω, μοῦ εἶπε. Ἀλλά δέν ἦλθα γιά νά μοῦ τό ἐπιβεβαιώσετε. Ἦλθα γιά νά μέ βοηθήσετε νά φύγω ἕτοιμη ἀπό αὐτόν τόν κόσμο.
-Ἐγώ εἶμαι παπάς τῆς ζωῆς καί ὄχι τοῦ θανάτου, τῆς ἀπαντῶ. Γι’ αὐτό καί θέλω νά ζήσεις. Ἐπίτρεψέ μου, ὅμως, νά σέ ρωτήσω κάτι• μέσα στή δοκιμασία σου, ρωτᾶς ποτέ «γιατί σέ μένα, Θεέ μου;»
-Δέν σᾶς καταλαβαίνω, πάτερ, μοῦ λέει. Ἐγώ ρωτῶ «γιατί ὄχι σέ μένα, Θεέ μου; Καί περιμένω ὄχι τόν θάνατό μου· προσδοκῶ τόν φωτισμό μου»!