Ό,τι και να λέει ο κόσμος, ό,τι και να νομίζει ο καθένας, εμείς το ζήτημα θα το εξετάσουμε όχι ψυχολογικά, κοινωνιολογικά ή ιστορικά, αλλά θα δούμε πώς σχετίζεται με τη σωτηρία ή την απώλεια της αιώνιας ψυχής του ανθρώπου.
Οι άγιοι διδάσκαλοι της χριστιανικής ζωής μάς παραδίδουν από την εμπειρία τους ότι υπάρχουν δύο δρόμοι που οδηγούν τον άνθρωπο στην ένωση με το Θεό: ο γάμος και ο μοναχισμός (=το να γίνει κάποιος μοναχός, δηλ. καλόγερος).
(Για να μην αναφέρουμε τις σεξουαλικές διαστροφές, όπου ο άλλος ξεκάθαρα μετατρέπεται σε αντικείμενο, όχι μόνο στο βιασμό και την παιδεραστία, αλλά και στο σαδισμό κ.λ.π.).
Σε μια «ελεύθερη» (εκτός γάμου) ερωτική σχέση, οι άνθρωποι στερούν τον εαυτό τους από τη χάρη του Θεού, η οποία, με το γάμο, τους ευλογεί και τους ενώνει σε έναν άνθρωπο. Είναι «αμαρτία» αυτό; Μάλλον, συνήθως είναι συνέπεια της αμαρτίας, δηλαδή της αποκοπής του Θεού από τη ζωή μας ή της κατασκευής ενός «ιδιωτικού» χριστιανισμού, στον οποίο νομίζουμε ότι είμαστε «εντάξει με το Θεό» χωρίς καμία σχέση με την Εκκλησία που Εκείνος ίδρυσε για μας.
Ένα ζευγάρι, αν αγαπιέται στ’ αλήθεια, γιατί να μην παντρευτεί;
Είτε α) διότι αγνοεί εντελώς τη σημασία του γάμου (αληθινή ένωση των δύο) ,
είτε β) διότι κατά βάθος ο ένας ή και ο άλλος θέλει να μπορεί να διαλύσει τη σχέση όποτε το επιθυμήσει.
Και οι δύο αυτοί λόγοι δε βοηθάνε τον άνθρωπο να πλησιάσει το Θεό. Συχνά μάλιστα δεν τον βοηθάνε ούτε να ζήσει σαν άνθρωπος.
Οι ευαίσθητοι άνθρωποι σήμερα έχουν φτάσει στο σημείο να λένε ότι πρέπει να «κάνεις σχέση» μόνον όταν αγαπάς αληθινά και να μένεις πιστός (μονογαμικός). Η Εκκλησία (ως συνήθως) φτάνει ένα βήμα πιο πέρα: ενώνει τους δύο ανθρώπους σε έναν, θεμελιώνοντας μια αδιάσπαστη σχέση, με στόχο την ένωση με το Θεό.
Η ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει φοβία με το σεξ, όπως η δυτική χριστιανοσύνη (ρωμαιοκαθολική και προτεσταντική), στην οποία το σεξ εσφαλμένα θεωρήθηκε αμαρτωλό. Όμως προστατεύει και ευλογεί το σεξ, εντάσσοντάς το στα πλαίσια του γάμου, δηλαδή της πλήρους ψυχοσωματικής ένωσης δύο ανθρώπων διά της χάριτος και της ευλογίας του Αγίου Πνεύματος.
Ένας γάμος με στερεή βάση τα βγάζει πέρα σε οποιεσδήποτε συνθήκες: σε ασθένεια ή αναπηρία, φτώχεια, στερήσεις, ανεργία, εξορίες, ακόμη και ηθικά στραβοπατήματα του/της συζύγου ή και των δύο συζύγων (αφού πάντα υπάρχει δυνατότητα για μετάνοια και συγχώρηση). Η χάρη του Θεού ενισχύει τους ανθρώπους, ώστε η αγάπη να ξεπεράσει τις αδυναμίες. Πώς λοιπόν τόσοι γάμοι καταλήγουν σε αποτυχία, σε βία, καταπίεση, ψυχική και σωματική οδύνη και τελικά σε διάλυση; Πού είναι η χάρη του Αγίου Πνεύματος σ’ αυτούς;
Εννοείται ότι η χάρη του Θεού δεν ενεργεί, αν οι άνθρωποι κλείνουν το Θεό έξω από τη ζωή τους. Εκκλησιαστικός γάμος δε σημαίνει μόνο μια ημίωρη τελετή, αλλά διαρκής σχέση της νέας οικογένειας με την εκκλησιαστική ζωή (την προσευχή, τη νηστεία, τον εκκλησιασμό, την εξομολόγηση και τη θεία Μετάληψη), με σκοπό την καλλιέργεια της ταπείνωσης, της συγχωρητικότητας και της αγάπης. Αν έστω και μόνο ο ένας προσεύχεται και αγωνίζεται πνευματικά, ο άλλος μπορεί να μετανοήσει και ο γάμος μπορεί να σωθεί.
Όταν η Εκκλησία (=το σπίτι μας και η κοινωνία των χριστιανών) ζει σωστά, κάθε χριστιανός έχει τον πνευματικό του, στον οποίοεξομολογείται από παιδί. Η εξομολόγηση δεν είναι μια «ανάκριση» για εντοπισμό αμαρτιών, αλλά μια διαρκής σχέση αγάπης και μαθητείας σε έναν έμπειρο και ταπεινό πνευματικό διδάσκαλο, που έχει σκοπό να μας βοηθήσει να παρακάμψουμε ό,τι μας εμποδίζει να αγαπήσουμε το Θεό και τον πλησίον (να «καθαρίσουμε την καρδιά μας από τα πάθη»). Η διαδικασία αυτού του καθαρισμού μπορεί να διαρκέσει χρόνια, όμως όσο προοδεύει, τόσο πιο ώριμος και υπεύθυνος (δηλαδή, για να το πω θεολογικά, τόσο πιο ταπεινός και άγιος) γίνεται ο άνθρωπος.
Συνεπώς, ο άνθρωπος θα πρέπει να παντρεύεται αφού λάβει ευλογία από τον πνευματικό του. Όσο είναι ανεύθυνος και ανώριμος, είναι ακατάλληλος για γάμο και ο πνευματικός του δεν θα του δώσει ευλογία μέχρι να προοδεύσει ηθικά. Και, μετά το γάμο, η ηθική αυτή πρόοδος συνεχίζεται – γι’ αυτό, όπως το ζευγάρι έχει οικογενειακό γιατρό, πρέπει να έχει και οικογενειακό πνευματικό.
Εννοείται ότι, όπως αναζητάς με προσοχή τον κατάλληλο γιατρό, έτσι αναζητάς και τον κατάλληλο πνευματικό (και στην εποχή μας υπάρχουν πολλοί καλοί πνευματικοί – όσοι και καλοί γιατροί). Η σχέση με τον πνευματικό δεν πρέπει να γίνεται εξάρτηση και θρησκοληψία, αλλά να βοηθά το ζευγάρι στην αλληλοκατανόηση, την αγάπη και την πνευματική πρόοδο. Πρέπει να του δίνει χαρά: αυτό που οι σοφοί παλιοί χριστιανοί ονόμαζαν «χαρά Θεού». Εκκλησιαστική ζωή χωρίς χαρά δεν είναι υγιής ορθόδοξη εκκλησιαστική ζωή, και χρειάζεται αναπροσαρμογή και θεραπεία.
Αλλά και χωρίς εκκλησιαστική ζωή, ο άνθρωπος στερεί τον εαυτό του από τη χαρά του Θεού, την οποία στη συνέχεια αναζητά σε γήινα υποκατάστατα. Ομοίως, οι σύμβουλοι γάμου, οι σχολές γονέων και οι ψυχοθεραπευτές, σπουδαίες προσπάθειες του δυτικού πολιτισμού, είναι τα υποκατάστατα της εξομολόγησης – που έχουν όμως διαφορετικό ρόλο, γιατί αποστολή της εξομολόγησης είναι το σημαντικότερο: η προσέγγιση Θεού και ανθρώπου, κατά την οποία άλλωστε όλα τα υπόλοιπα προβλήματα ξεπερνιούνται.
Το διαζύγιο είναι για το γάμο ό,τι ο ακρωτηριασμός σε μια εγχείρηση: η τελευταία λύση, ανεπιθύμητη αλλά αναγκαία, για να αποκοπεί ένα μέλος, όχι επειδή απλώς δεν θεραπεύεται, αλλά επειδή οδηγεί όλο τον οργανισμό στη σήψη και το θάνατο.
Η τρομερή ευκολία επιλογής του διαζυγίου στις μέρες μας οφείλεται στην απόλυτη άρνηση των ανθρώπων να ανοίξουν με ταπείνωση και αγάπη την καρδιά τους στον άλλο, θυσιάζοντας τον εγωισμό τους. Αυτό είναι φυσικό, αφού «δε χρειαζόμαστε πια» την εκκλησιαστική τελετή του γάμου, ούτε τη θεία χάρη που προσκαλείται με αυτήν. Τα «ξεπερασμένα στοιχεία» του γάμου οδηγούν στην προτίμηση της «ελεύθερης σχέσης». Έτσι όμως κλείνουν ένα δρόμο που είχε μείνει ανοιχτός προς το Θεό.
Ο απόστολος Πέτρος (βλ. Ματθ. 8, 14-17), σύζυγος του οποίου θεωρείται από την παράδοση η αγία Ιωάννα (μία από τις μυροφόρες), o άγιοςΣπυρίδωνας, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο διάκονος Φίλιππος, ο άγιος Φιλάρετος ο Ελεήμων, προστάτης των μελισσών, η αγία Υπομονή, η αγίαΣοφία, που μαρτύρησε με τις τρεις μικρές κόρες της, η αγία Ιουλίττα, μητέρα του παιδομάρτυρα αγίου Κηρύκου, η αγία Ευβούλη, μητέρα του γιατρού αγίου Παντελεήμονα, η αγία Άννα, μητέρα του προφήτη Σαμουήλ, η αγία Θεοδότη, μητέρα των αγίων γιατρών Κοσμά και Δαμιανού των αναργύρων, οι αγίες Μακρίνα και Εμμέλεια, γιαγιά και μητέρα του Μεγάλου Βασιλείου, η αγία Νόννα, μητέρα του ποιητή αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, η αγία Ανθία, μητέρα του αγίου Ελευθερίου, η αγία Ελένη, η αγία Μελάνη (γιαγιά και εγγονή με το ίδιο όνομα), οι αγίες Θεοδώρα και Θεοφανώ οι αυτοκράτειρες, οι σύγχρονοι άγιοι Σεραφείμ της Βίριτσας, Νικόλαος Πλανάς (Αθήνα), Λουκάς ο Ιατρός και πολλοί άλλοι.
Οι άγιοι Ιωακείμ και Άννα (γονείς της Θεοτόκου), Ζαχαρίας και Ελισάβετ (γονείς του Προδρόμου), Ακύλας και Πρίσκιλλα, οι μάρτυρες Τιμόθεος και Μαύρα, η αγία Πολυχρονία και ο μάρτυρας σύζυγός της άγιος Γερόντιος (γονείς του αγίου Γεωργίου), οι άγιοι Θεοπίστη και Ευστάθιος, που μαρτύρησαν μαζί με τα παιδιά τους, τους αγίους Αγάπιο και Θεόπιστο, οι άγιοι Ξενοφών και Μαρία, που γιορτάζουν επίσης μαζί με τους γιους τους, τους αγίους Αρκάδιο και Ιωάννη, οι άγιοι Χρύσανθος και Δαρεία, Αδριανός και Ναταλία, Γαλακτίων και Επιστήμη κ.π.ά.