Φωτογραφίες από άγνωστες θεομητορικές Μονές της Βορείου Ηπείρου

1.Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Ραβενίας.

Βρίσκεται κοντά στο χωριό Γοραντζή Κάτω Δρόπολης

2.Μονή Ευαγγελισμού Βάνιστας


Η Μονή Βάνιστας βρίσκεται πάνω από το ομώνυμο χωριό, σχεδόν μια ώρα πάνω σε ένα ίσιωμα στο βουνό. Η εκκλησία είναι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου χτισμένη στα 1582. Ο νάρθηκας φιλοτεχνήθηκε το 1617 από τον αγιογράφο Μιχάλη από το Λινότοπο.

3.Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου Δούβιανης


Η Μονή Δούβιανης είναι ένα βυζαντινό μοναστήρι που βρίσκεται στο δυτικό μέρος του χωριό Δούβιανη, στην Περιφέρειας Αργυροκάστρου, στη νότια Αλβανία. Το μοναστήρι παραδοσιακά χρονολογείται στον 6ο αιώνα

4.Μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Σβέρνετσι


Η Μονή βρίσκεται στα βόρεια του νησιού της Ντάρτας απέναντι από το χωριό Σβερνέτσι.Η επικοινωνία με την ξηρά γίνεται με μικρή γέφυρα ή με μικρά ψαροκάϊκα.
5.Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Αθαλίου Χειμάρας

6.Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Καμένας.

7.Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κοκαμιάς.

Βρίσκεται κοντά στο χωριό Νίβιστα,σε βραχώδη πλαγιά στο εσωτερικό του κόλπου της Κοκαμιάς.

8.Μονή Υπαπαντής Δρυμάδων

9.Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Δρυανού

10.Εκκλησία της Παναγίας στο νησί Μάλιγκραντ. της Μικρής Πρέσπας

 

Ιερα Μονή Παναγίας του Κώσταρι (σπήλαιο), Μεσοπόταμο
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Άγιοι Ανάργυροι στην Πλάκα – Μετόχι Παναγίου Τάφου

Αποτελώντας και μόνο την εκκλησία που υποδέχεται κάθε χρόνο το Άγιο Φώς απο τον Πανάγιο τάφο των Ιεροσολύμων, το βράδυ του μεγάλου Σαββάτου, οι Άγιοι Ανάργυροι της Πλάκας – Μετόχι του Παναγίου Τάφου, συνιστούν μια εκκλησία ορόσημο στην ορθόδοξη συνείδηση του αθηναϊκού λαού. Σπουδαίες εξάλλου ιστορικές μνήμες από την μακραίωνη εκπόρευση του ελληνισμού στην αχανή λεωφόρο του χρόνου, είναι συνυφασμένες με το μετόχι του Παναγίου Τάφου.

Σύμφωνα με μια ιστορική δοξασία στους Άγιους Ανάργυρους ενταφιάζονταν μερικά μέλη της μεγαλουργού οικογένειας των Παλαιολόγων. Από τα μέσα του 17-ου αιώνα και δη από το 1667, η εκκλησία αποτελούσε καθολικό γυναικείου μοναστηριού, που είχε ιδρυθεί με πρωτοβουλία του Δημητρίου Κολοκύθη. Ο τελευταίος διακατεχόμενος από ζέση και θερμουργό πάθος για την ορθοδοξία, κληροδότησε όλη την περιουσία του στο Μοναστήρι. Το μοναστήρι θα ακμάσει κοινωνικά και πολιτισμικά στην Αθήνα, μέχρι και την έλευση των Ενετών στην πόλη υπό τον Μοροζίνη, οπότε και περιέπεσε σε μαρασμό, μέχρι της διαλύσεώς του.

Προς το τέλος του 18-ου αιώνα και ειδικότερα το 1788, το μοναστήρι αγοράστηκε από τον Αρχιμανδρίτη Ιάκωβο, μεταβλήθηκε σε μετόχι του Παναγίου Τάφου και υπήχθη διοικητικά στο πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Στον αύλειο χώρο του μετοχίου υφίσταται κτίριο από το 1858, που αποτελεί τα γραφεία της εξαρχίας. Όταν έξαρχος διατελούσε ο Αρχιμανδρίτης Ιωσήφ Κρητικάκης, τα έξοδα της δημιουργίας του κτιρίου είχε αναλάβει ο πατριάρχης Ιεροσολύμων ο Κύριλλος ο Β΄. Το μετόχι του Παναγίου Τάφου βρίσκεται στα περίφημα Αναφιώτικα της Πλάκας και δεσπόζει αισθητικά με την απλότητα και την επιμέλειά του. Έπειτα είναι αυτό το βαρύτιμο ιστορικό φορτίο του που προξενεί δέος, αλλά και ηθική ανάταση συνάμα, στον προσκυνητή-επισκέπτη. Προσευχόμενος στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου, θαρρείς ότι εγγίζεις τον ιερό χώρο, που ετάφη το σώμα του Ιησού. Η εκκλησία ανηγέρθη στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής δουλείας και σε χώρο στον οποίο προϋφίστατο αρχαίος ναός της Αφροδίτης. Εξάλλου μέλη του ναού της Αφροδίτης, έχουν τοποθετηθεί στους τοίχους των Αγίων Αναργύρων και επενδύουν αισθητικά και τον αύλειο χώρο.

Σε ότι αφορά την αρχιτεκτονική τεχνοτροπία του ναού, συνιστά μεταβυζαντινή καμαροσκέπαστη μονόκλιτη βασιλική, με οροφή που απολήγει σε τεταρτοσφαίρια. Αναφορικά με το τέμπλο του ναού, αυτό είναι ξυλόγλυπτο. Εσωτερικά είναι επενδυμένος απο μερικές τοιχογραφίες, ενώ υπάρχουν και ορισμένες σημαντικές φορητές εικόνες. Ξεχωρίζει σ΄ αυτές η ιερή εικόνα της Αγίας Βαρβάρας, με αποσπάσματα απο την ζωή της, η οποία συνιστά έργο του Σπύρου Σομασιανού του 1939. Σημαντικό επίσης ορθόδοξο κειμήλιο που διακοσμεί την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, αποτελούν ορισμένοι λίθοι απο τον Άγιο Τάφο και απο τον Γολγοθά της Ιερουσαλήμ, οι οποίοι έχουν τοποθετηθεί στον ναό, εισέρχοντας στην εκκλησία δεξιά, δίπλα απο την εκκλησία της Αγιοταφικής Αδελφότητας. Οι Άγιοι Ανάργυροι – Μετόχι του Παναγίου Τάφου, αποτελούν στολίδι για τον ορθόδοξο χαρακτήρα της Αθήνας και κάθε χρόνο το Μεγάλο Σάββατο, η Ελλάδα ευλαβικά προσμένει σε αυτούς, την έλευσή του Αγίου Φωτός απο τα Ιεροσόλυμα.

 

 

Πηγή

 

 

 

 

Παναγία η Εικοσιφοίνισσα: Το παλαιότερο μοναστήρι σε Ελλάδα και Ευρώπη

Παναγία η Εικοσιφοίνισσα: Το αρχαιότερο μοναστήρι στην Ελλάδα με την θλιβερή ιστορία

Η Παναγία η Εικοσιφοίνισσα, με την αχειροποίητο θαυματουργό εικόνα της, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της Μακεδονίας και είναι το παλαιότερο εν ενεργεία μοναστήρι στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Στο κατάφυτο Παγγαίο, σε υψόμετρο 753 μέτρων, βρίσκεται στα όρια των νομών Σερρών – Καβάλας, αλλά εκκλησιαστικά ανήκει στη Μητρόπολη Δράμας.

Η ίδρυση της μαρτυρικής μονής της Μακεδονίας χάνεται στα βάθη των αιώνων. Πάμπολλες παραδόσεις αναφέρουν ότι ο Άγιος Γερμανός, που ασκήτευε στην Ιερά Μονή Προδρόμου, στον Ιορδάνη ποταμό, εγκατέλειψε την Παλαιστίνη και με όραμα που είδε από άγγελο εκ της Παρθένου, ήρθε στη θέση Βίγλα του Παγγαίου το 518 μ.Χ. Λίγο νωρίτερα είχε ιδρύσει εκεί κοντά μοναστικό οικισμό ο επίσκοπος Φιλίππων Σώζων (5ο αιώνα) που εγκαταλείφθηκε.Παναγία η Εικοσιφοίνισσα: Το αρχαιότερο μοναστήρι στην Ελλάδα με την θλιβερή ιστορία

Αφού ολοκλήρωσε το πρώτο εκκλησάκι ο Άγιος Γερμανός αναζήτησε στο δάσος ένα ξύλο κατάλληλο για να εικονίσει τη Θεοτόκο, ως ένδειξη ευχαριστίας. Όταν το επεξεργάστηκε και το ετοίμασε ξαφνικά το ξύλο ράγισε και ο άγιος λυπήθηκε και σκέφτηκε να το αφήσει.

 

Τότε ένα «φοινικούν», υπέρλαμπρο δηλαδή, κοκκινωπό φως έλουσε το σχισμένο ξύλο και φάνηκε η Παναγία μας μαζί με το Χριστό και μια φωνή ακούστηκε να του λέει: «Παιδί μου ήλπισε, εγώ είμαι εδώ» και τη στιγμή εκείνη εντυπώθηκε η Παναγία πάνω στο ξύλο. Αυτό το φως έδωσε και το όνομα στην αχειροποίητο εικόνα (εικών – φοίνισσα).

Παναγία η Εικοσιφοίνισσα: Το αρχαιότερο μοναστήρι στην Ελλάδα με την θλιβερή ιστορία

 

Δεύτερος κτίτορας θεωρείται ο Άγιος Διονύσιος ο Α΄ (15ο αιώνα), ο οποίος παραιτήθηκε από τη θέση του Οικουμενικού Πατριάρχη και έγινε ηγούμενος της μονής δίνοντας της τη μεγαλύτερη λαμπρότητα. Κατά την Τουρκοκρατία, η συμβολή της Ιεράς Μονής στη διατήρηση της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού υπήρξε ανεκτίμητη. Η δράση των μοναχών στην ευρύτερη περιοχή προκάλεσε την οργή των Τούρκων, οι οποίοι θανάτωσαν το 1507 και τους 172 μοναχούς. Το μνημείο τους βρίσκεται προ της μονής. Το 1798, μετά την πρώτη του Πατριαρχία, έμεινε ως εξόριστος στη μονή ο μετέπειτα Εθνομάρτυρας και άγιος Γρηγόριος Ε΄.

Το 1917 οι Βούλγαροι άρπαξαν τα περισσότερα κειμήλια και τα μετέφεραν στη Βουλγαρία, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Σόφιας.

Κατά την περίοδο εκείνη των επιθέσεων και αρπαγών των Βουλγάρων, ένας αξιωματικός τους επιχείρησε να συλήσει την Εικόνα της Παναγίας, αλλά τινάχθηκε πίσω και εξέπνευσε, ενώ η μπότα και το πιστόλι του αποτυπώθηκαν στις μαρμάρινες πλάκες του δαπέδου για να ενθυμίζουν πάντοτε το θαύμα. Ακόμα και σήμερα στο μαρμάρινο δάπεδο του Ναού φαίνονται αυτά τα σημεία.

 

Το 1943 οι Βούλγαροι, στην Κατοχή, εκδίωξαν πάλι τους μοναχούς, έβαλαν φωτιά και κάηκε όλο το μοναστήρι εκτός από το ναό. Η Ιερά Μονή Εικοσιφοίνισσας αφέθηκε έρημη μέχρι την επαναλειτουργία της ως γυναικείου μοναστηριού το 1967. Σήμερα στη μονή ζουν περίπου 25 μοναχές.Παναγία η Εικοσιφοίνισσα: Το αρχαιότερο μοναστήρι στην Ελλάδα με τη θλιβερή ιστορία

Το επιβλητικό τετράγωνο (20 Χ 20 μέτρα) Καθολικό των Εισοδίων της Θεοτόκου διαθέτει όμορφο τέμπλο, ενώ το Ιερό Βήμα σώζεται από τον 11ο αιώνα. Στο ξυλόγλυπτο επίχρυσο τέμπλο του Καθολικού βρίσκεται η αχειροποίητος και θαυματουργή Ιερά Εικόνα.Παναγία η Εικοσιφοίνισσα: Το αρχαιότερο μοναστήρι στην Ελλάδα με τη θλιβερή ιστορία

Εκτός από το ναό, το μοναστήρι επίσης περιλαμβάνει ξενώνες (τρία κτίρια με 200 κρεβάτια), τα κελλιά των μοναζουσών, Τράπεζα, αρχονταρίκι, μουσείο, τα παρεκκλήσια της Αγίας Βαρβάρας (με Αγίασμα) και της Ζωοδόχου Πηγής, εργαστήρια κεντητικής και αγιογραφίας κ.α. Αξιοθαύμαστα είναι και τα δύο μικρά κυπαρίσσια που εδώ και πολλά χρόνια ζουν θαυματουργικά στη στέγη του ναού (στη βάση του μικρού τρούλου).

Η Ιερά Μονή Παναγίας Εικοσιφοίνισσας εορτάζει στις 15 Αυγούστου στη μνήμη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στις 14 Σεπτεμβρίου στη μνήμη του τιμίου Σταυρού και στις 21 Νοεμβρίου στη μνήμη των Εισοδίων της Θεοτόκου.

 

 

Πηγή

 

 

 

 

 

Αγία Ζώνη – Κυψέλης (Βυζαντινά αριστουργήματα της Αθήνας)

Σαν ένα μικρό ορθόδοξο στολίδι δεσπόζει στην περιοχή της Κυψέλης, η μικρή εκκλησία της Αγίας Ζώνης, δίπλα ακριβώς απο τον μεγαλόπρεπο ναό που φέρει το ίδιο όνομα. Η εκκλησία βρίσκεται στον πεζόδρομο της Αγίας Ζώνης, απο τον οποίο έχει ονοματοδοτηθεί ευρύτερα η συνοικία. Τον ναΐσκο έχτισε το διάστημα 1843 – 1857 ο ρώσος πρέσβης στην Ελλάδα Αλέξανδρος Πέτρου Οζερώφ, απο κοινού με την σύζυγό του Όλγα, προκειμένου να αποτελέσει εκκλησία της οικογένειάς του.

Σύμφωνα με την παράδοση, ο Αλέξανδρος Οζερώφ επέλεξε χωροταξικά αυτή την περιοχή για να κτίσει την εκκλησία, διότι του είχε συμβεί εκεί ένα μικρό θαύμα, το οποίο τον υπεκίνησε για λόγους ευλάβειας, να οικοδομήσει τον ναΐσκο. Συγκεκριμένα καθώς περνούσε έφιππος απο την περιοχή στην οποία υφίστατο τα προηγούμενα χρόνια εκκλησάκι, το οποίο ισοπεδώθηκε στις μάχες του 1821-1827, χτύπησε σε κάτι χαλάσματα και πέφτοντας απο το άλογό του, αντίκρυσε σε παρακείμενο βράχο λαξευμένη μια εικόνα της Παναγίας βρεφοκρατούσας, η οποία φορούσε ζώνη με δυο αγγέλους που εδέοντο.

Ενεπίγραφος τάφος Αλεξάνδρου Πέτρου Οζερώφ

Την οικοδόμηση του ναού είχε επιμεληθεί ένας έμπειρος ρώσος ιερωμένος, ο οποίος είχε επιμεληθεί και την αναστήλωση της ρώσικης εκκλησίας επί της οδού Φιλελλήνων, ο Αντονίν Καπούστιν. Σε ότι αφορά την αρχιτεκτονική του τεχνοτροπία, ο ναΐσκος είναι σταυροειδής με τρούλο. Έχει ένα πανέμορφο υψηλής αισθητικής τέμπλο, των οποίων την αγιογραφία στις τέσσερις εικόνες του, είχε φιλοτεχνήσει τον 19ο αιώνα, ο μοναχός Γεννάδιος Παπαδόπουλος – είχε πραγματώσει λαμπρές σπουδές ζωγραφικής στην Μόσχα και το Άγιο Όρος και από το 1850 μόναζε στην Μονή Πετράκη – ο οποίος ανέπτυξε στενούς δεσμούς με την οικογένεια του κτήτορα πρέσβη Οζερώφ και ανέλαβε κατά επιθυμία της εφημέριος του ναού, μέχρι τον θάνατό του στα 1864. Οπότε και ετάφη ο μοναχός στον αύλειο χώρο της εκκλησίας. Παραπλεύρως του μικρού ιστορικού ναού της Αγίας Ζώνης, ευρίσκεται ο μεταγενέστερος ναός της Αγίας Ζώνης, που με την λαμπρότητα και την περικαλλή κατασκευή του, ξεχωρίζει στην ευρύτερη περιοχή. Αποπερατώθηκε το 1927 και είναι επενδυμένος αισθητικά με σπουδαίες τοιχογραφίες και ξακουστά γλυπτά. Ακόμα παράπλευρα στον μικρό ναό της Αγίας Ζώνης, ευρίσκεται ενεπίγραφος μαρμάρινος τάφος, με το επίγραμμα «Αλέξανδρος Οζερώφ, πρέσβης Ρωσίας 1843, συλλέξας απέθετο οστά Ελλήνων ηρώων μαχητών 1821-1829 πεσόντων εις μάχας εν Γαλατσίω Αττικής υπέρ πίστεως και πατρίδος». Η μικρή Αγία Ζώνη εορτάζει κάθε χρόνο στις 2 Ιουλίου και ο μεγάλος ομώνυμος ναός στις 31 Αυγούστου. Αναμφίβολα η μικρή Αγία Ζώνη με το ιστορικό της κλέος και τα ευλαβή χαρακτηριστικά της, αποτελεί ένα από τα σημαντικά ορθόδοξα-πολιτισμικά μνημεία της Αθήνας μας.

 

Πηγή

 

 

 

Βυζαντινά Αριστουργήματα της Αθήνας: Άγιος Ελισσαίος – Πλάκα

Δεν είναι μόνο το αισθητικό κάλλος του μικρού αλλά πανέμορφου ναού του Αγίου Ελισσαίου, που προξενεί το θαυμασμό και τα κατανυκτικά συναισθήματα του επισκέπτη του. Είναι παράλληλα συνυφασμένος με τις περίφημες αγρυπνίες σ΄ αυτόν, του μεγάλου Σκιαθίτη, κοσμοκαλόγερου της ελληνικής λογοτεχνίας Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που αποτέλεσε παράλληλα και δεξιό ψάλτη του. Ο Παπαδιαμάντης αποτύπωσε αδρά το ηθικά ευγενές ορθόδοξο αχνάρι του στον Άγιο Ελισσαίο και τον κατέστησε σύμβολο πολιτισμού και ορθόδοξης μυσταγωγίας. Μαζί με τον Παπαδιαμάντη και ο πρώτος του εξάδελφος Αλέξανδρος Μωραϊτίδης στον Άγιο Ελισσαίο, που διετέλεσε αριστερός ψάλτης. Τέλος το ταπεινό εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, αποτέλεσε το ορμητήριο της ορθόδοξης μεγαλουργίας, του έξοχου Παπα-Νικόλα του Πλανά, που μετέπειτα αγιοποιήθηκε. Οι περίφημες αγρυπνίες του Παπαδιαμάντη στον Άγιο Ελισσαίο διάστικτες από ευλάβεια και κατάνυξη, υιοθετούσαν την περίφημη κολυβάδικη παράδοση του Αγίου Όρους και αποτέλεσαν ένα πρωτόγνωρο πολιτισμικό επίτευγμα για την αθηναϊκή κοινωνία της περιόδου (1880-1925). Κατά την τέλεσή τους προσήλκυσαν στον Άγιο Ελισσαίο, κορυφαίες φυσιογνωμίες του πολιτισμού και της διανόησης. Χαρακτηριστική ήταν η παρουσία σ΄ αυτές των ακαδημαϊκού Ζαχαρία Παπαντωνίου, Γιάννη Βλαχογιάννη, Παύλου Νιρβάνα κ.α.

Σε ότι αφορά την αρχιτεκτονική τεχνοτροπία του ναού, είναι μονόκλιτη ξυλόστεγη βασιλική και στην αρχική κατασκευή της εκκλησίας είχαν προσαρτηθεί στους τοίχους αρχαία και βυζαντινά στοιχεία , όπως γλυπτά κ.α. Αλλά μοίρα τραγική στον ναό υπήρχαν και σπουδαίας αισθητικής τοιχογραφίες, οι οποίες καταστράφηκαν και το 1921 και φτιάχτηκαν στη θέση τους άλλες. Τις τοιχογραφίες αυτές είχε ανακαλύψει και αποτυπώσει συνάμα ο γάλλος περιηγητής Paul Durand το 1842-1843. Σε ότι αφορά το ιδιοκτησιακό του καθεστώς ο Άγιος Ελισσαίος σε όλο το διάβα της ιστορίας του, αποτέλεσε ιδιωτικό εκκλησάκι. Μαζί με την αυλή του και τα γύρω κτίρια, υπήγετο στην ιδιοκτησία της οικογένειας Χωματιανού-Λογοθέτη. Παράλληλα με το αισθητικό κάλλος του μικρού αυτού ναού της Αθήνας, που συνιστά ορόσημο της ορθόδοξης ταυτότητας των Αθηνών, απαράμιλλης αισθητικής είναι και ο αύλειος χώρος του ναΐσκου. Η ομορφιά και η απλότητα εξάλλου της αυλής του Άγιου Ελισσαίου, εντυπωσίασε το μεγάλο μας θεατρικό συγγραφέα και ακαδημαϊκό Ιάκωβο Καμπανέλλη, για να γράψει το περίφημο έργο του «Αυλή των θαυμάτων».

Από την ιδιοκτησία όμως της οικογένειας Χωματιανού – Λογοθέτη, ο Άγιος Ελισσαίος μεταβιβάστηκε στον αξιωματικό του πολεμικού ναυτικού Ηρακλή Καζάκο. Ο τελευταίος διαβλέποντας ότι ένεκα της υψηλής πολιτισμικής του αξίας το εκκλησάκι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διατηρητέο και να απαλλοτριωθεί, στις 3 Ιουλίου του 1943 αφαίρεσε την στέγη του. Ενώ πάνω από την Αγία Τράπεζα οικοδόμησε αποθήκη !!! Τελικά μετά από αυτά τα απίστευτα και όμως αληθινά, η κατάρρευση του ναού ήταν αναπότρεπτη. Σημειώνοντας εδώ την έντονη διαμαρτυρία τω ανθρώπων του πολιτισμού της εποχής, για την συμπεριφορά του Καζάκου, που όμως δεν απέτρεψε την κατάρρευση του ναού. Με το πέρασμα του χρόνου αναλήφθηκε μια πρωτοβουλία αποκατάστασης-αναστήλωσης του ναίσκου από την Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών, υπο την εμπνευσμένη ηγεσία του πανεπιστημιακού καθηγητή Φώτη Δημητρακόπουλου, η οποία εδράζονταν σε μια πανοραμική αρχιτεκτονική κάτοψη, που εκπόνησε για την αναστήλωση, η Διεύθυνση των Νεώτερων Βυζαντινών Μνημείων, παράλληλα με μια σπάνια φωτογραφία του ναού του 1940, από τον κριτικό-δοκιμιογράφο Γιώργο Βαλέτα. Έτσι το οικοδομικό τετράγωνο του Αγίου Ελισσαίου απαλλοτριώθηκε και άρχισαν οι προσπάθειες αναστήλωσης. Την αναστήλωση επιχορήγησε οικονομικά το υπουργείο Πολιτισμού το 2003 και το εγχείρημα αποπερατώθηκε το 2005, οπότε και ετέθη και πάλι σε λειτουργία ο ναός. Ενώ τα τελευταία χρόνια, με πρόταση που υπεβλήθη στο υπουργείο Πολιτισμού, επετράπη η διεξαγωγή αγρυπνιών μια φορά τον μήνα. Με την απλότητα, το μικρό του μέγεθος που αναδύει αισθητική αρχοντιά και την βαρύτιμη ιστορική του παρουσία, ο Άγιος Ελισσαίος αποτελεί ένα σπουδαίο ορθόδοξο μνημείο των Αθηνών.

πηγή

Μητροπολιτικός Ιερός Ναός Υπαπαντής του Χριστού Καλαμάτας

Στην καρδιά του ιστορικού κέντρου και κάτω από τη σκιά του Φράγκικου Κάστρου των Βιλλαρδουΐνων, της “εχούσης τα πρεσβεία εις την κατάκτησιν του αγαθού της Ελευθερίας εν έτει 1821 “ μεταξύ των ελληνικών πόλεων, “ Παναγιοσκεπάστου “ Καλαμάτας, υψώνεται μεγα­λο­πρε­πής, ο μεγαλώνυμος, Βυζαντινός Μητροπολιτικός και Καθεδρι­κός Ναός Υπαπαντής του Χριστού. Ο Ναός αυτός, το στολίδι και το καμάρι απάντων των Μεσσηνίων, θεμελιώθηκε την 25η Ιανουαρίου 1860 και εγκαινιάστηκε τη 19η Αὐγούστου 1873 από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Μεσσηνίας Προκόπιο Γεωργιάδη.

Η ιστορική επιγραφή στο θεμέλιο λίθο, πού κείται στη βάση του νοτιοδυτικού καμπαναριού πληροφορεί τα εξής:

ΕΠΙ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΟΘΩΝΟΣ Α΄.
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ
ΝΟΜΑΡΧΟΥ Ν. ΓΚΟΥΣΤΗ
ΔΗΜΑΡΧΟΥ Θ. ΙΩ. ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Ο ΑΚΡΟΓΩΝΙΑΙΟΣ ΟΥΤΟΣ ΛΙΘΟΣ ΤΟΥ
ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΤΩΝ ΚΑΛΑΜΩΝ
ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ ΤΟΥ
ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΕΤΕΘΗ ΕΝ ΕΤΕΙ ΑΩΞ ΤΗΝ ΚΕ
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ

Θησαυρό για τον Μητροπολιτικό μας Ναό αποτελεί η θαυματουργός Εικόνα της Παναγίας της επονομαζομένης “Πα­ναγία Υπαπαντή”, της Προστάτιδος και Πολιούχου των Καλαματιανών και των κατοίκων όλης της Μεσσηνίας. Η φορητή αυτή Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία κρατά στην αριστερή αγκαλιά της τον Χριστό έχει διαστάσεις μήκους 1,10 και πλάτους 0,68 και ακολουθεί τον εικονογραφικό τύπο της Παναγίας της Αμολύντου ή του Πάθους. Το δε θαυμαστό χρονικό της ευρέσεως της έχει ως εξής: “Η ιστορία της εικόνος είναι γνωστή από του 17ου αιώνος, ότε πυρποληθείς ο μικρός Ναός της Υπαπαντής, κείμενος εις το σημείον, όπου σήμερον υπάρχει μαρμάρινος σταυρός, φέρων εις την βάσιν του χαραγμένας τάς λέξεις “Η ΠΛΑΞ ΑΥΤΗ ΕΝΘΥΜΙΖΕΙ ΙΕΡΟΝ ΚΑΙ ΑΔΥΤΟΝ”, ετάφη η Εικόνα εις τα ερείπια αυτού. Εις τον χώρον του Ναού κατεσκευάσθη υπό του Τούρκου πασά σταύλος δια τον ίππον του. Ο ιπποκόμος του πασά, χριστιανός το θρήσκευμα, επί τρείς συνεχείς νύχτας έβλεπε τρομερόν όνειρον. Μια γυναίκα παρουσιάζετο και του έλεγε να εισηγηθεί εις τον πασάν να αποσύρη τον ίππον του από τα ερείπιαεκείνα, διότι κακόν θα συνέβαινε εις αυτόν, εις περίπτωσιν απειθίας αλλά και δια τον ίδιον τον ιπποκόμον, εάν δεν εφανέρωνε το όνειρον εις τον κύριον του. Παρετηρήθη ακόμη ότι και ο ίππος επί πολύν καιρόν επιμόνως εκτυπούσε με το πόδι του το μέρος εκείνο, όπου ακριβώς εκρύπτετο η Εικών. Φοβηθείς ο πασάς διέταξε να απομακρυνθή ο ίππος του από τα ερείπια εκείνα του βυζαντινού Ναού. Μετ’ ολίγον καιρόν και ο προύχων των καλαμών Π. Τζάνες είδεν εν ονείρω ότι παρουσιάσθη εις αυτόν η ιδία γυναίκα, η οποία παρουσιάσθη και εις τον ιπποκόμον του πασά και υπέδειξεν ότι εις τον άλλοτε βυζαντινόν Ναΐσκον, τον οποίον κατεδάφισαν οι Τούρκοι και ο χώρος του οποίου εχρησιμοποιήθη ως σταύλος του ίππου του πασά, εκρύπτετο θαμμένη σεβασμία Εικών και ότι έπρεπε να ανασκαφή ο χώρος και να αποκαλυφθή αύτη. Ο Π. Τζάνες έχων καλάς σχέσεις με τους Τούρκους των Καλαμών, παρεκάλεσεν αυτούς και του επετράπη να ανασκάψη το έδαφος του χώρου εκείνου. Γενομένης δε ανασκαφής, ω του θαύματος, ανευρέθη η σεβασμία Εικών της Θεοτόκου…” (Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Θέμελη: “Η εν Καλαμάτα Ιερά Εικών της Παναγίας Υπαπαντής”, Καλαμάτα 1998).Ο Ιερός Ναός πανηγυρίζει, μετά πάσης λαμπρότητος και επισημότητος, την 1η και 2α Φεβρουαρίου, Εορτή της Υπαπαντής του Χριστού. Ο μακαριστός Μητροπολίτης Χρυσόστομος Δασκαλάκης καθιέ­ρω­σε το 1948, ο εορτασμός αυτός να αρχίζει στις 27 Ιανουαρίου και να τελειώνει στις 9 Φεβρουαρίου, στην Απόδοση δηλαδή της Εορτής της Υπαπαντής και να έχει διάρκεια 14 ημέρες. Προνοητικός ο αλήστου μνή­μης εκείνος, δυναμικός Ποιμενάρχης, εδικαιώθη πλήρως αφού το Προσ­κύ­νημα της Υπαπαντής έστω και μέσω χειμώνα, με το τοπικό του χρώμα, κυρίως όμως με τη γλυκύτατη μορφή της Παναγίας “Καλομάτας” Υπαπαντής, κατέστη όχι μόνο Παμμεσσηνιακό αλλά και Πανελλήνιο. Η λιτανεία της Ιεράς Εικόνος στους κεντρικούς δρόμους και πλατείες της πόλεως γίνεται από το έτος 1889 και συνεχίζεται πανδήμως μέχρι σήμερα, έστω και με άσχημες καιρικές συνθήκες.

πηγή

Η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Ζωοδόχου Πηγής Σάμου

την ανατολικότερη πλευρά της ακριτικής Σάμου και σε υψόμετρο 400 μέτρων επί του όρους Ραμπαηδόνι, μέσα σε πευκόφυτη και υποβλητική τοποθεσία, κείται η ιστορική Ιερά Μονή της Ζωοδόχου Πηγής, της επικαλουμένης και «Αηλιώτισσας» λόγω της γειτνίασής της με το παρακείμενο εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία.

Η θέα που δύναται να αντικρύσει ο προσκυνητής είναι εκπληκτική, καθώς εκτός από το ακρωτήριο Πράσσο και το σύμπλεγμα των μικρών νησίδων, μπορεί να ατενίσει με νοσταλγία τη Μυκάλη, την Έφεσο και τα παράλια της Μικράς Ασίας.

Η μονή ιδρύθηκε το 1756 από τον ιερομόναχο Δωρόθεο, ο οποίος αιτήθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Σάμου Καλλίνικο την παραχώρηση του μικρού εξωκκλησίου της Ζωοδόχου Πηγής για να ασκητέψει.

Ο Δωρόθεος προσείλκυσε μικρή συνοδεία μοναχών, κι έτσι το Μάιο του 1786 ολοκλήρωσε το περικαλλές καθολικό της μονής στον τύπο του εγγεγραμμένου σταυροειδούς σύνθετου τετρακίονου τρίκογχου αθωνικού ναού, με ευρύχωρο τρουλλαίο νάρθηκα.

Σύμφωνα με την παράδοση, οι τέσσερις κίονες για την ανέγερση του ναού μεταφέρθηκαν από τον αρχαιολογικό χώρο της μικρασιατικής Μιλήτου και κατόπιν θερμής προσευχής των μοναχών υπερνικήθηκαν με θαυματουργικό τρόπο οι δυσκολίες για τη μεταφορά τους από την παραλία στο χώρο της μονής.

Από τις τοιχογραφίες του καθολικού διασώζονται ελάχιστες όπως του Χριστού και της Παναγίας στο Νάρθηκα και το Ιερό Βήμα.

Το ξυλόγλυπτο και επιχρυσωμένο τέμπλο δεσπόζει στο εσωτερικό του καθολικού, είναι έργο του Γεωργίου Τάντολο και χρονολογείται από το 1788.

Ιδιαίτερης τέχνης είναι ο ξυλόγλυπτος αρχιερατικός θρόνος, ο οποίος στις δυο πλευρές του φέρει ζωγραφισμένες παραστάσεις με τον όσιο Ζωσιμά να κοινωνεί την οσία Μαρία την Αιγυπτία καθώς και με τον εξομολογούμενο ενώπιον του πνευματικού του, από το στόμα του οποίου να βγαίνουν οι αμαρτίες με τη μορφή φιδιών.

Μοναδικής καλλιτεχνικής αξίας είναι και η θύρα που οδηγεί από το νάρθηκα στο καθολικό κατασκευασμένη από 365 μικρά ξύλινα τεμάχια που το καθένα τους συμβολίζει την κάθε ημέρα του χρόνου.

Σημαντική θεωρείται επίσης η αρκετά επιμελημένη μαρμάρινη επίστρωση των δαπέδων του καθολικού.

Το υπόλοιπο κτιριακό συγκρότημα της μονής είναι του συνηθισμένου μοναστηριακού τετράπλευρου τύπου, με διώροφες πτέρυγες πρόσφατα ανακαινισμένες και συντηρημένες, καθώς και ορισμένες τοξοστοιχίες κυρίως στο αρχονταρίκι και το παλαιό ηγουμενείο.

Στη μονή βρίσκονται ενδιαφέροντα λιθανάγλυφα λαϊκής εκκλησιαστικής λιθοτεχνίας, σκαλισμένα από τον Μιχαήλ Μαρμαρά.

Το περιθύρωμα της εξωτερικής δυτικής πύλης που είναι και η κύρια είσοδος της μονής περιλαμβάνει ψευδοκίονες, φυτικές και ζωικές παραστάσεις και μεγάλη κτιτορική πλάκα αναφερόμενη στους αυτάδελφους μοναχούς Ιγνάτιο και Θεοδόσιο.

ΚΕΙΜΗΛΙΑ

Στο μοναστήρι φυλάσσονται πολλά λείψανα Αγίων σε πέντε λειψανοθήκες. Ακόμη υπάρχουν διάφορα παλαιά ιερατικά σκεύη, ιερατικές πόρπες, αρχιερατικές ράβδοι και ο μανδύας του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, τον οποίο έφερε στο νησί ο τότε διάκονος και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Σάμου Αρίσταρχος, αδελφός της μονής.

Ο μανδύας αυτός πρόσφατα μεταφέρθηκε και εκτίθεται πλέον στο Εκκλησιαστικό Μουσείο της Ιεράς Μητροπόλεως.

Η μονή διαθέτει αξιόλογη βιβλιοθήκη παλαίτυπων βιβλίων, ορισμένα εκ των οποίων χειρόγραφα, σημαντικά σταχωμένα και επάργυρα Ευαγγέλια του 1777, του 1801, του 1820 και του 1840, πατριαρχικά σιγίλλια, τα οποία μας πληροφορούν για τη σπουδαιότητά της, την περιουσιακή της κατάσταση, καθώς και την ανέγερση διαφόρων ναών στη νήσο κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, πολλοί από τους οποίους υπήρξαν εξαρτήματα της μονής.

Στην κυριότητα της μονής ανήκουν περί τα δεκαέξι παρεκκλήσια, εξωκλήσια και μετόχια, κυρίως στην ανατολική πλευρά του νησιού καθώς και στη Μικρά Ασία μέχρι το 1922.

Μεταξύ αυτών ήταν και ο μεγαλόπρεπος Ιερός Ναός του Αγίου Σπυρίδωνος στο Βαθύ της Σάμου, ο οποίος παραχωρήθηκε το 1864 για να γίνει ενορία, ενώ μετόχι της μονής είναι και το μονύδριο της Αγίας Βαρβάρας Βλαμαρής, το οποίο ανακαινίσθηκε από τον πολιό ιερομόναχο π. Θεόφιλο Χαρίτσο, προηγούμενο της Μονής του Βροντά, και έχει καταστεί ένα φιλόξενο και περιποιημένο ασκητικό κάθισμα.

Από την ηγουμενία της μονής πέρασαν σημαντικές προσωπικότητες του μοναχικού βίου με τελευταίο τον Χαρίτωνα Μακρή, η προτομή του οποίου κοσμεί τον περίβολο της μονής, και ο οποίος υπήρξε ο τελευταίος ίσως εκπρόσωπος της ησυχαστικής παράδοσης του σαμιακού μοναχισμού. Αδελφοί της μονής υπήρξαν και οι Αρχιεπίσκοποι Σάμου Αρίσταρχος Βαρβατές, Γαβριήλ Β΄ ο Κατσαρός και Θεοδόσιος ο οποίος διετέλεσε και ηγούμενός της.

Μετά την κοίμηση του Χαρίτωνος στη μονή παρέμεινε ο ιερομόναχος Μόδεστος ο οποίος συνέβαλε τα μέγιστα στη συντήρησή της, κυρίως της δυτικής πτέρυγας η οποία ολοκληρώθηκε με τη φροντίδα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σάμου, Ικαρίας και Κορσεών κ. Ευσεβίου, ο οποίος μερίμνησε για τη μετατροπή της μονής σε γυναικεία και φρόντισε για την εγκατάσταση το 2001 ολιγομελούς Αδελφότητας προερχόμενης από την Ιερά Μονή Αγίων Κυρήκου και Ιουλίτης Σιδηροκάστρου.

Ο π. Μόδεστος μετακόμισε στη γειτονική ιστορική μονή της Αγίας Ζώνης, ενώ η παρουσία αυτής της δυναμικής γυναικείας Αδελφότητας έδωσε νέα πνοή στο μοναστήρι, στο οποίο συνεχίσθηκαν οι εργασίες συντήρησης με πιο εντατικούς ρυθμούς, ενώ επανάκτησε την παλιά του αίγλη καθιστάμενο ως πνευματικό πόλο έλξης για τους Σαμίους και κυρίως τους κατοίκους του Βαθέος και της ανατολικής πλευράς του νησιού, καθώς η μικρή απόσταση διευκολύνει τη συχνή προσέλευση των προσκυνητών.

Σήμερα η εξαμελής γυναικεία Αδελφότητα υπό την ηγουμενία της Γερόντισσας Σαλώμης διάγει έναν υποδειγματικό μοναχικό βίο απασχολούμενη με τα καθημερινά διακονήματα αλλά και έχοντας ως βασικό διακόνημα και οικονομικό πόρο την Αγιογραφία, εξ’ αιτίας της καλλιτεχνικής της αξίας δέχεται παραγγελίες από σχεδόν όλο τον ελλαδικό χώρο.

Πολλά είναι τα θαύματα που έχουν συντελεσθεί με τη χάρη της Παναγίας στο μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής, με παλαιότερο τη διάσωση εμπορικού πλοίου από θαλασσοταραχή στο δίαυλο της Σάμου, για την οποία ο πλοίαρχος αφιέρωσε ασημένια κανδήλα, και το πιο πρόσφατο την ίαση από μηνιγγίτιδα ενός παιδιού την ημέρα της πανηγύρεως του 2007, η οποία εορτάζεται την Παρασκευή της Δικαινησίμου.


 

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: Ι. Μ. Ζωοδόχου Πηγής Σάμου, 83100 ΣΑΜΟΣ
ΤΗΛΕΦΩΝΟ: 22730-27582

Στοιχεία για τη συγγραφή του παρόντος αφιερώματος λάβαμε από τις εξής εκδόσεις:
Α) «Η Εκκλησία της Σάμου», Μητροπολίτου Σιδηροκάστρου κυρού Ιωάννη
Β) «Οι Μονές της Σάμου», Μ. Γ. Βαρβούνη
Γ) «Μοναστήρια της Σάμου», έκδοση Ι. Μ. Σάμου, Ικαρίας και Κορσεών

πηγή

Άγια Μετέωρα, η Θηβαΐδα των Σταγών

Άγια Μετέωρα, η Θηβαΐδα των Σταγών, η μεγαλύτερη και σημαντικότερη ορθόδοξη μοναστική πολιτεία του ελλαδικού χώρου μετά το Άγιο Όρος. Στο βορειοδυτικό τμήμα της θεσσαλικής γης από τα πανάρχαια χρόνια υψώνονται επιβλητικοί και περήφανοι οι πέτρινοι θεόπλαστοι γίγαντες της Άγιας Λιθούπολης, ανάμεσα στην οροσειρά της Πίνδου και των Χασίων, εκεί που τα νερά του Πηνειού αρχίζουν να διασχίζουν το θεσσαλικό κάμπο, θεόσταλτοι πύργοι, ακοίμητοι φρουροί της Καλαμπάκας και του Καστρακίου.

Το πέτρινο δάσος των Αγίων Μετεώρων συνθέτει ασύλληπτο σε μεγαλοπρέπεια θέαμα και αποτελεί ένα από τα θαυμαστότερα και υποβλητικότερα γεωλογικά φαινόμενα του πλανήτη μας. Η επικρατέστερη θεωρία υποστηρίζει, ότι η δημιουργία των πανύψηλων βράχων οφείλεται σε έναν δελτογενή κώνο, αποτελούμενο από ποταμίσια βότσαλα και
ασβεστολιθικό υλικό, πού εκβάλλονταν στην αρχέγονη θεσσαλική λίμνη. Μετά τη γεωλογική απόσχιση του Ολύμπου και της Όσσας, τα νερά της λίμνης άποτραβήχτηκαν στο Αιγαίο μέσα από την κοιλάδα των Τεμπών. Οι σεισμοί, η διάβρωση των βροχών καί των ανέμων με το πέρασμα του χρόνου απογύμνωσαν το δελτογενή κώνο από τα σαθρά υλικά, αφήνοντας τεράστιους ακανόνιστους συμπαγείς ογκόλιθους, ύψους μέχρι τετρακοσίων μέτρων!
Στις απάτητες αυτές κορυφές των απόκρημνων βράχων επέτρεψε ό Πανάγαθος θεός να εγκαταβιώσει ο ένδεδυμένος το αγγελικό σχήμα ασκητής, παραμένοντας συνεχώς φωτεινός οδοδείκτης της βασιλείας του θεού.
Οι αγιοβάδιστοι τούτοι βράχοι, οι ατενίζοντες τον ουρανό, έλαβαν το όνομα “Μετέωρα” από τον Όσιο Αθανάσιο το Μετεωρίτη (κτίτορα της Μονής Μεγάλου Μετεώρου) το 14ο αι.

Τα Άγια Μετέωρα κατέστησαν έκτοτε τόπος άσκησης, ιδρώτων, πόνων, προσευχών, νηστείας, μαρτυρία Χριστού, ακοίμητη λυχνία της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
Η Μοναστική ζωή μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι Νεοσύστατος θεσμός, είναι η πεμπτουσία του Χριστιανισμού, η τελειότερη και συνεπέστερη αυτοέκφρασή του. Έχει τις ρίζες της στην αποστολική εποχή και βασικούς θεμελιωτές της το Μέγα Αντώνιο και τον ‘Αγιο Βασίλειο.
Προϋποθέτει ειδική κλήση και ειδικό χάρισμα του Αγίου Πνεύματος. Σκοπός του Μοναχισμού είναι ο αγιασμός, η σωτηρία της ψυχής, η αφοσίωση στο θεό, μέσω της υπακοής, της άσκησης και της προσευχής. “Τι γαρ ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδίση, την δε ψυχήν αυτού ζημιώσει ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;”. Οι Μοναχοί κοπιάζουν μέρα-νύχτα με εγκράτεια, αγρυπνία, εργασία, δεόμενοι υπέρ της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου με πολύωρες θερμές προσευχές, λειτουργίες, δεήσεις καί παρακλήσεις. Την όλη βιοτή του Μοναχού, μακριά από τίς εγκόσμιες μέριμνες, χαρακτηρίζει η παρθενία, η ακτημοσύνη, η υπακοή, η ταπείνωση, ο διαρκής αγώνας προς τη θέωση.
Τα πρώτα ίχνη της ιστορίας των Αγίων Μετεώρων χάνονται στην αχλύ των μύθων και των παραδόσεων. Φαίνεται, πως από τον 11ο ήδη αι. οι πρώτοι ερημίτες έγκαταβίωναν στα κοιλώματα των διάσπαρτων βράχων, “εν ερημίαις πλανώμενοι και ορέσι και σπηλαίοις και ταίς οπαίς της γης”. Περί τα τέλη του 11ου και στις αρχές του 12ου αι. συγκροτήθηκε υποτυπώδης μικρή ασκητική πολιτεία, η Σκήτη της Δούπιανης ή των Σταγών, με κέντρο λατρείας το “Κυριακό” της σκήτης, το ναό της Θεοτόκου, που βρίσκεται αριστερά της Μονής του Αγίου Νικολάου Αναπαυσά.

Η ιερά μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά (από την ιστοσελίδα της)

Στο “Κυριάκο” συγκεντρώνονταν οι απόκοσμοι ερημίτες και ασκητές από τις σπηλιές των βράχων, τα προσευχάδια και τις “κέλλες”, τα ασκηταριά και τις εγκλείστρες τις Κυριακές και τις γιορτές, για να τελέσουν από κοινού την καθιερωμένη λατρεία στον Ύψιστο Δημιουργό. Μία από τις πιο ηγετικές μορφές του Μετεωρικού μοναχισμού στα τέλη του 14ου αι. είναι ο “πρώτος” της σκήτης και καθηγούμενος της Μονής Δούπιανης Νείλος.

Μεγάλη μορφή του Ορθόδοξου μοναχισμού, που η εκκλησία μας τον ανακήρυξε άγιο, είναι ο Αθανάσιος ο Μετεωρίτης, ο οποίος το 14ο αι. συγκροτεί το πρώτο οργανωμένο μοναστικό κοινόβιο στο Μεγάλο Μετέωρο.
Από τότε και μέχρι σήμερα, για 600 ολόκληρα χρόνια, η λυχνία του μοναχισμού στους θεοφρούρητους βράχους των Μετεώρων παραμένει ακοίμητη, συνοδευόμενη από τη χορεία Οσίων, Ασκητών και Μαρτύρων. Το 16ο αι., πού έχουμε τη μεγαλύτερη ακμή της Μετεωρίτικης μοναστικής πολιτείας, λειτουργούν είκοσι τέσσερις μονές.

Σήμερα σώζονται ακέραιες και λειτουργούν οι ιερές Μονές του Μεγάλου Μετεώρου (Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού), του Βαρλαάμ (Αγίων Πάντων), της Αγίας Τριάδος, του Αγίου Στεφάνου [“Ν”: από εκεί η διπλανή φωτο της γερόντισσας Χριστονύμφης], Ρουσάνου (Αγίας Βαρβάρας) και του Αγίου Νικολάου Αναπαυσά.
Συντηρούνται καλά κτιριακά, της Υπαπαντής, του Αγίου Νικολάου Μπάτοβα ή Κοφινά, καθώς και άλλες δύο, που διατηρούν το μικρό τους ναό στο κοίλωμα των βράχων, του Αγίου Αντωνίου και του Αγίου Πνεύματος. Είναι εντελώς ερειπωμένες, ή χωρίς κανένα ίχνος, του Αγίου Δημητρίου, της Υψηλοτέρας η Καλλιγράφων, του Αγίου Γεωργίου Μανδηλά και των Αγίων Αποστόλων.
Τα Άγια Μετέωρα είναι στο συνολό τους Αγία Γη, είναι χώρος ιερός, θεοπρόβλητος και θεοσκέπαστος. Κάθε βράχος, σπηλιά και χαράδρα έχει ευλογία θεού.

 

Τα Άγια Μετέωρα είναι τα προπύργια της πίστεως και της Ορθοδοξίας, κιβωτός πολύτιμη των θρησκευτικών και εθνικών μας παραδόσεων, όπως έχουν καθιερωθεί με την υπερεξακοσιόχρονη ιστορία και προσφορά τους.
Τα Άγια Μετέωρα αποτελούν παγκόσμιο μνημείο της ανθρωπότητας, προστατευόμενο από την UNESCO, για τη χριστιανική, ιστορική, αρχιτεκτονική, αγιογραφική και γεωλογική μαρτυρία τους.
Από το 1995 με νόμο της πολιτείας η περιοχή των Μετεώρων αναγνωρίζεται ως τόπος ιερός, αναλλοίωτος και απαραβίαστος.
Σήμερα οι Μονές των Αγίων Μετεώρων συνεχίζουν τη μακρά παράδοση, προσφέρουν πλούσιο πνευματικό, ιεραποστολικό, εθνικό και κοινωνικό έργο και αποτελούν αστείρευτες πηγές ψυχικής ανάτασης και πνευματικής ενίσχυσης.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗΣ

H ιστορική Ιερά Μονή της Καισαριανής

Το βυζαντινό μοναστήρι της Καισαριανής, βρίσκεται σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, όχι μακριά από το κέντρο της Αθήνας. Η μονή αφιερωμένη στα Εισόδια της Υπεραγίας Θεοτόκου, είναι χτισμένη μέσα στο Αισθητικό Δάσος του Υμηττού, σε υψόμετρο 350 μέτρων.

Αναφορικά με την προέλευση της ονομασίας της μονής υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές. Οι πιο γνωστές εκδοχές είναι:από κάποιον ηγούμενο Καισάριο, που λέγεται ότι είναι ο ιδρυτής της μονής, από την εικόνα της Θεοτόκου, που μεταφέρθηκε από την Καισάρεια ή από κάποιον Καίσαρα που ανακαίνισε την εκκλησία κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Το γεγονός, πάντως, είναι ότι στις αρχές του 13ου αι. στα γραπτά κείμενα η περιοχή αναφέρεται Συριανή αλλά και Καισαριανή.

Ο κύριος ναός (Καθολικό) των Εισοδίων της Θεοτόκου οικοδομήθηκε στα τέλη του 11ου αι. μ.Χ. ή στις αρχές του 12ου, είναι τύπου εγγεγραμμένου τετρακιόνιου σύνθετου σταυροειδούς με τρούλο. Ο νάρθηκας του ναού προστέθηκε, προφανώς την περίοδο της τουρκοκρατίας, όπως και το παρεκκλήσιο του Αγ. Αντωνίου, το οποίο βρίσκεται δίπλα στο Καθολικό. Οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό του ναού, οι οποίες χρονολογούνται περίπου το 1700, έχουν ως πρότυπο την κρητική ζωγραφική και τη ζωγραφική του Άγιου Όρους.

Τα μεταβυζαντινά κελιά των μοναχών βρίσκονται στη νότια πλευρά του περιβόλου. Σήμερα διαμορφώνεται μία κύρια διώροφη πτέρυγα που διαχωρίζεται από τριώροφο κτίσμα, γνωστό ως Πύργος των Μπενιζέλων.

Η μονή Καισαριανής είχε πλουσιότατη βιβλιοθήκη και απετέλεσε σημαντικό κέντρο φιλοσοφίας, όπου δίδαξαν σημαίνοντες φιλόσοφοι και λόγιοι της εποχής (Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός κ.ά). Στη μονή παρέμεινε ως μοναχός και ο μετέπειτα Οικουμενικός πατριάρχης, Οσιομάρτυρας Γρηγόριος ο Ε΄ (1765-1770).

H μονή σταμάτησε τη λειτουργία της (όπως και σχεδόν όλα τα μοναστήρια του Yμηττού, μαζί με άλλα περίπου 350 σε όλη την Ελλάδα) το 1833 με την γνωστή απόφαση της αντιβασιλείας του Όθωνα, που καταργούσε όσα μοναστήρια είχαν λίγους μοναχούς (κάτω από έξι). Έπειτα επαναλειτούργησε ως γυναικείο μοναστήρι.

Διακόσια μέτρα νοτιοανατολικά υπάρχει και το παρεκκλήσι της Ανάληψης, γνωστό και ως αγίασμα.

Στις μέρες μας η μονή αποτελεί αρχαιολογικό χώρο, υπαγόμενο στο Υπουργείο Πολιτισμού.

Ώρες λειτουργίας: 8.30–15.00

Tηλ.: (+30) 210 7236619 και 210 7224123

πηγή

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΑΝΑΓΙΩΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΩΝ

Ο Ναός της Αναστάσεως ή Πανάγιος Τάφος, όπως επικράτησε να λέγεται είναι ο αρχαιότερος και σπουδαιότερος από θρησκευτικής απόψεως Ναός της χριστιανοσύνης και της ανθρωπότητας, γιατί μέσα σ΄ αυτόν ο Σωτήρ του κόσμου Σταυρώθηκε, Τάφηκε και Αναστήθηκε εκ νεκρών. Είναι ο σεπτότερος Ναός της οικουμένης, γιατί μέσα στο Ναό βρήκαν και βρίσκουν παραμυθία, ανακούφιση και ελπίδα εκατομμύρια άνθρωποι. Οι κυριότεροι σταθμοί της ιστορίας του Ναού είναι:
 
Το 137 μ.Χ. ο αυτοκράτορας της Ρώμης Ανδριανός, για να εμποδίση τη μεγάλη προσέλευση προσκυνητών στον τόπο του μαρτυρίου του Χριστού, διέταξε να σκεπάσουν με χώματα το Γολγοθά και τον τάφο του Χριστού. Πάνω απ΄ αυτά έκτισε ναό της Αφροδίτης και άλλα δημόσια κτήρια.
 
Το 325-335 μ.Χ. ο ειδωλολατρικός ναός του Ανδριανού κατεδαφίζεται με διάταγμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου και ύστερα από την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού και των άλλων προσκυνημάτων και με πρόταση του Επισκόπου Μακαρίου, κτίζεται το 325 μ.Χ. ο περίφημος Ναός της Αναστάσεως από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και τη μητέρα του Ελένη, τον οποίον περιγράφει ο ιστορικός Ευσέβιος στο «Βίο του Μεγάλου Κωνσταντίνου». Η ανέγερση άρχισε το 325 μ.Χ. και τελείωσε το 335 μ.Χ. το δε επόμενο έτος έγιναν τα Εγκαίνια (336 μ.Χ.) από επισκόπους που πήραν μέρος στη Σύνοδο της Τύρου.
 
Το μεγαλοπρεπές αυτό κτίσμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, το 614 μ.Χ. καταστράφηκε όταν οι Πέρσες με βασιλιά το Χοσρόη Β΄, κυρίευσαν τα Ιεροσόλυμα, κατέστρεψαν το Ναό και πήραν μαζί τους σαν λάφυρο τον Τίμιο Σταυρό και αιχμάλωτο τον Πατριάρχη Ζαχαρία. Αργότερα ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ηράκλειος νίκησε τους Πέρσες και επανέφερε τον Τίμιο Σταυρό στα Ιεροσόλυμα το 629 μ.Χ. καθώς και τον Πατριάρχη Ζαχαρία. Τον Τίμιο Σταυρό ανύψωσε στο Γολγοθά στις 14 Σεπτεμβρίου.
 
Το 637 μ.Χ. οι Άραβες κυριεύουν τα Ιεροσόλυμα αλλά οι Άγιοι Τόποι παραμένουν ασφαλείς. Ο Χαλίφης Ομάρ Χαττάμπ με έγγραφο προς τον Πατριάρχη Σωφρόνιο Α΄, αναγνωρίζει και παραχωρεί σ΄ αυτόν τα κεκτημένα δίκαια των Ελλήνων πάνω στα Πανάγια Προσκυνήματα και παραχωρεί στους Έλληνες το περίφημο «Αχτιναμέ». Έκτοτε το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο απολαμβάνει μέχρι σήμερα τα απαράγραπτα δίκαια και προνόμια του ελληνισμού πάνω στους Αγίους Τόπους, προς δόξαν Χριστού και της καθόλου Ορθοδοξίας.
 
Το 1009 μ.Χ. ο Ναός καταστρέφεται συθέμελα από το Χαλίφη Χάκεμ.
 
Το 1024-48 μ.Χ. ύστερα από συνεννόηση μεταξύ αυτοκράτορος Ρωμανού Γ΄ και Χαλίφη Λάχερ, ξαναχτίζεται ο Ναός με την ενίσχυση των αυτοκρατόρων Μιχαήλ του Παφλαγόνος και Κωνσταντίνου του Μονομάχου. Περιγραφή του Ναού τούτου γνωρίζομε από περιηγητές και ιδιαίτερα από το Ρώσο ηγούμενο Δανιήλ, που περιγράφει με ακρίβεια και τα άλλα Πανάγια Προσκυνήματα.
 
Το 1099-1149 μ.Χ. οι Σταυροφόροι κυριεύουν τα Ιεροσόλυμα και κατά διαστήματα επισκευάζουν το Ναό.
 
Το 1545 μ.Χ. ο Πατριάρχης Γερμανός ανακαίνισε το ιερό Κουβούκλιο του Παναγίου Τάφου και κάλυψε τον τρούλο με μολύβι.
 
Το 1809 μ.Χ. στις 30 Σεπτεμβρίου καταστράφηκε ο Ναός. Τον πυρπόλησε ένας Αρμένιος. Αμέσως με πρωτοβουλία του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Πολυκάρπου, άρχισε η ανοικοδόμηση του Ναού. Τις εργασίες διηύθυνε ο Έλληνας αρχιτέκτονας Κομνηνός Μυτιληναίος. Το 1810 μ.Χ. έγιναν τα Εγκαίνια.
 
Το 1867 μ.Χ. με δαπάνη των τότε μεγάλων δυνάμεων Ρωσσίας, Γαλλίας και Τουρκίας επισκευάστηκε ο μεγάλος τρούλος που έπαθε ζημιές από το σεισμό του 1834 μ.Χ.
 
Το 1953 μ.Χ. ύστερα από συμφωνία των Εκκλησιών Ιεροσολύμων, Ελλήνων, Λατίνων, και Αρμενίων άρχισε από κοινού η συντήρηση του χριστιανικού αυτού μνημείου που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Το καθεστώς που ισχύει σήμερα για το Ναό της Αναστάσεως και για τα άλλα Πανάγια Προσκυνήματα έχει ρυθμιστεί με τη συνθήκη των Παρισίων του 1856 μ.Χ.
 
 
ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΑΝΑΓΙΩΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΩΝ
 
Με την κατάκτηση της Παλαιστίνης από τους Άραβες το 638 μ.Χ., ο χαλίφης Ομάρ Ιμπν Χαττάμπ, λαμβάνοντας υπόψιν του το μουσουλμανικό ιερό δίκαιο, εχορήγησε ασφάλεια ζωής, περιουσίας και ελευθέρας ασκήσεως της θρησκείας και της λατρείας στο «Βασίλειον Γένος» των Ελλήνων. Με τον περίφημο Αχτιναμέ (έγγραφη συνθήκη) που παρεχώρησε ο χαλίφης στον τότε πατριάρχη Ιεροσολύμων Σωφρόνιο (634-638) ανεγνωρίζονταν και κατοχυρώνονταν τα κυριαρχικά δικαιώματα των Ελληνορθόδοξων στους αγίους τόπους, στα ιερά και πανάγια προσκυνήματα της αγίας γης.

Ο επίσημος αυτός Αχτιναμές όριζε επίσης ότι οι μοναχοί και οι κάθε βαθμού κληρικοί του ελληνορθόδοξου πατριαρχείου των Ιεροσολύμων απαλλάσσονταν από την καταβολή του κεφαλικού φόρου, οι διοικητές διετάσσοντο να είναι ευμενείς και επιεικείς προς τους χριστιανούς, ενώ οι ξένοι προσκυνητές των παναγίων προσκυνημάτων υποχρεώνονταν να καταβάλλουν τίμημα αργύρου προς τον ελληνορθόδοξο πατριάρχη ως δείγμα πνευματικής υποταγής και αναγνώρισης.

Το αραβικό κείμενο, που ευρίσκεται σε χειρόγραφο της εθνικής βιβλιοθήκης των Παρισίων, αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής: «… Το παρόν διάταγμα του Omar, υιού του Khattab, είναι σύμβαση και σύμφωνο, που παρεχωρήθη στον επιφανέστατο και σεβασμιώτατο Σωφρόνιο, πατριάρχη του έθνους των αυτοκρατορικών, επί του όρους των Ελαιών, στα Ιεροσόλυμα. Περιλαμβάνει επίσης τους λαϊκούς, τον κλήρο, τους μοναχούς και μοναχές…

Ας έχουν λοιπόν πλήρη και απόλυτη ασφάλεια, όσον αφορά τη ζωή τους, τους ναούς τους, τις πεποιθήσεις τους και όλους τους προς προσκύνηση τόπους, τους οποίους κατέχουν τώρα εντός ή εκτός της Πόλεως, δηλαδή τον ΚΑΜΑΜΕ (το ναό της Αναστάσεως), το ναό της Βηθλεέμ, όπου ο Ιησούς εγεννήθη, τον μέγα ναό και το Σπήλαιον με τις τρεις αυτού Πύλες… Αυτοί και οι υπόλοιποι χριστιανοί, οι οποίοι ευρίσκονται εδώ, Γεωργιανοί και Αβησσυνοί, καθώς και Φράγκοι, Κόπτες, Σύροι, Αρμένιοι, Νεστοριανοί, Ιακωβίτες και Μαρωνίτες, οι οποίοι θα έλθουν ως απλοί προσκυνητές, θα υπάγονται στον αναφερθέντα πατριάρχη.

Ας έχουν την πρωτοκαθεδρία επί όλων των άλλων συμφώνως προς ό,τι παρεχωρήθη σ’ αυτούς… Κάθε γνήσιος πιστός, άνδρας ή γυναίκα, δικαστής ή κυβερνήτης, ο οποίος ασκεί καθήκοντα δικαστού επί της γης, πρέπει να σέβεται ό,τι πληρεξουσίως έχουμε χορηγήσει, πλούσιος ή πένης, μουσουλμάνος ή μουσουλμάνα, μαθητής του προφήτου.

Διά τον λόγο αυτό έχουμε εκδώσει χάριν αυτών το παρόν διάταγμα…».

Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1453 μ.Χ., ο ελληνορθόδοξος πατριάρχης Ιεροσολύμων Αθανάσιος ο Δ΄ (1452-) μετέβη κρυφά στην Κωνσταντινούπολη και παρουσιάζοντας τον «Αχτιναμέ» του χαλίφη Ομάρ Ιμπν Χαττάμπ και τα μεταγενέστερα περί των παναγίων προσκυνημάτων έγγραφα στον Οθωμανό πορθητή Μωάμεθ τον Β΄, κατόρθωσε να διασφαλίσει και να ανανεώσει τα δικαιώματα και προνόμια των Ελληνορθόδοξων επί των παναγίων προσκυνημάτων στην αγία γη, με το παρακάτω Χάτι Σερίφ (αυτοκρατορικό διάταγμα), το οποίο ορίζει μεταξύ άλλων τα εξής:

«…Κατ’ εκείνους λοιπόν τους ορισμούς και κατά το ανέκαθεν γεγονός προς αυτούς έλεος, ελέησε και η ημετέρα βασιλεία αυτούς και διά του παρόντος υψηλωνύμου «ορισμού» επρόσταξα οι εξουσιάζοντες τις εν ξηρά και θαλάσση υποκείμενες στην βασιλεία μου επαρχίες, να υπερασπίζονται τον πατριάρχη και τους καλογέρους της Ιερουσαλήμ χωρίς να ενοχλούνται από κανένα.

Όποιος δε από τους υπέρτατους βεζύρηδες, ουλεμάδες και εξουσιαστές και δούλους της βασιλικής μου αυλής, αλλά και κάποιος από την μωαμεθανική φυλή ή προς χάριν ή προς απόλαυση άσπρων (χρημάτων), θελήσει να ανατρέψει τους παλαιούς… ιερούς και υψηλούς ορισμούς, να υποπέσει στην οργή του Θεού και του προφήτου…».

Όταν το 1517 η Παλαιστίνη κατεκτήθη από τους Οθωμανούς, ο Τούρκος σουλτάνος Σελήμ ο Α΄ παρεχώρησε επίσημο σουλτανικό έγγραφο προς τον Ελληνορθόδοξο πατριάρχη Ιεροσολύμων Δωρόθεο Β΄ Αττάλα (1505-1537), με το οποίο ανεγνώρισε στην εκκλησία των Ιεροσολύμων την πλήρη και απόλυτη κυριότητα επί των παναγίων προσκυνημάτων στους αγίους τόπους, αλλά και την απόλυτη ελευθερία για την τέλεση των θρησκευτικών και λατρευτικών τους καθηκόντων.

Το σουλτανικό έγγραφο που ονομάζεται «Περί προσκυνημάτων ορισμός», αναφέρει τα κάτωθι: «…Ο πατριάρχης λοιπόν των Ρωμαίων Αττάλας (Δωρόθεος) αφού εκλήθη, ήλθε με τους λοιπούς καλογήρους και εζήτησε τις εντός και εκτός της Ιερουσαλήμ κείμενες εκκλησίες, μοναστήρια και προσκυνήματα να τα έχουν πάλι, όπως και απ’ αρχής, υπό την κυριότητα και χρήση τους κατά τον ιερό Αχτιναμέ του Ομάρ και τους ορισμούς των προαπελθόντων βασιλέων. Επρόσταξα, λοιπόν και εγώ με τον παρόντα ιερό «ορισμό» να εξουσιάζουν…

Και να είναι ελεύθεροι διόλου από όλα τα βίαια δοσίματα και να μην ενοχλούνται από κανένα άλλο έθνος. Κατά τον παρόντα ιερό «ορισμό» μου, από όλες τις φυλές ο πατριάρχης των Ρωμαίων να πρωτεύει. Κατά τον Αχτιναμέ λοιπόν του Ομάρ Χαττάμπ και κατά τους ορισμούς των προαπελθόντων βασιλέων, έτσι έδωσα τα ίδια και εγώ και με τον παρόντα μου ιερό «ορισμό» επρόσταξα να γίνει η ενέργεια, κατά τον τρόπο που καθορίζεται…».

Και ενώ τα κυριαρχικά προνόμια των Ελληνορθόδοξων επί των παναγίων προσκυνημάτων στους αγίους τόπους ήταν δεδομένα, οι Λατίνοι εκμεταλλευόμενοι τον πόλεμο των Οθωμανών εναντίον της Αυστρίας, Πολωνίας, Ενετίας και Ρωσίας, την ήττα της Τουρκίας από την τσαρική Ρωσία και την απειλή της Γαλλίας να συμπράξει με τους εχθρούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας, σε περίπτωση μη ικανοποιήσεως των αιτημάτων τους, κατόρθωσαν να διεισδύσουν στα πανάγια προσκυνήματα και να καταλάβουν ορισμένα από αυτά. Το ελληνορθόδοξο όμως πνεύμα και πάλι εδοξάσθη και εδικαιώθη.

Με άοκνες προσπάθειες ο Ελληνορθόδοξος πατριάρχης Ιεροσολύμων Παρθένιος (1737-1766) και η ολοπρόθυμη και γενναιόδωρη συνεισφορά του ορθοδόξου γένους των Ελλήνων, είχαν ως θετικό αποτέλεσμα την απόσβεση των οικονομικών χρεών της αγιοταφητικής αδελφότητος και την έκδοση του ευεργετικού αυτοκρατορικού διατάγματος από τον σουλτάνο Οσμάν Γ΄ κατά το σωτήριο έτος 1757, στο οποίο αναφέρεται λεπτομερώς η ιστορία των παναγίων προσκυνημάτων, οι διεκδικήσεις των Λατίνων και των λοιπών ομολογιών σε βάρος των Ελληνορθόδοξων.

Με το αυτοκρατορικό διάταγμα, δικαιώνονται και πάλι οι Ελληνορθόδοξοι, επανακτώνται τα πανάγια προσκυνήματα και κατοχυρώνονται πλήρως και απολύτως τα δικαιώματα και προνόμια των Ελληνορθόδοξων τους αγίους τόπους.

Σημειωτέον, ότι με αυτό το διάταγμα, στις 23 Νοεμβρίου του 1757, εγκαταστάθηκε μονίμως Έλληνας αγιοταφίτης φρουρός στο ιερό κουβούκλιο του παναγίου τάφου και απεδόθησαν στους Έλληνες όλα τα προσκυνήματα εντός του ιερού ναού της Αναστάσεως του Κυρίου, που είχαν καταλάβει οι Λατίνοι. Στις 29 Νοεμβρίου οι Ελληνορθόδοξοι έγιναν και πάλι οι κύριοι του θεομητορικού μνήματος στην Γεσθημανή και στις 11 Δεκεμβρίου της βασιλικής της γεννήσεως στην Βηθλεέμ.

Το δε αυτοκρατορικό διάταγμα του σουλτάνου Οσμάν Γ΄ επεκύρωσε ο διάδοχός του Μουσταφά ο Γ΄. Στο τέλος του κειμένου με έμφαση υπογραμμίζονται τα εξής: «Από τώρα και στο εξής να μην ενοχλούν… οι Φράγκοι τους Ρωμαίους (Έλληνες) για κανένα λόγο και καμία αιτία, αλλά να παύσουν οριστικά οι εναντίον των Ρωμαίων ζημίες και επιβουλές…»

Ολίγα έτη αργότερα, η αρπαγή των παναγίων προσκυνημάτων από τους Λατίνους, ύστερα από τον εξαναγκασμό του σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ από τον αυτοκράτορα της Γαλλίας Ναπολέοντα τον Γ΄, κατέστη η απώτερη αφορμή του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856). Η Γαλλία και η Αγγλία συμμαχώντας με την Τουρκία εκήρυξαν τον πόλεμο κατά της Ρωσίας, η οποία απαιτούσε την αποκατάσταση του πρώην καθεστώτος στους αγίους τόπους, την εξασφάλιση των ορθοδόξων και την αναγνώρισή της ως προστάτιδος δυνάμεώς τους στην αγία γη.

Η συνθήκη των Παρισίων, στις 31 Μαρτίου 1856, επεσφράγισε μεν τις θέσεις των δυτικών δυνάμεων στο Ανατολικό ζήτημα και επαναβεβαίωσε το δόγμα της ακεραιότητος της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά δεν επέτρεπε να επεμβαίνουν στα εσωτερικά της αυτοκρατορίας. Έτσι, με τα προγενέστερα διαδοχικά επίσημα αραβικά και οθωμανικά διατάγματα διεσφαλίζετο η κυριαρχία των Ελληνορθοδόξων στους αγίους τόπους και ανεγνωρίζετο το προϋπάρχον διοικητικό καθεστώς επί των παναγίων προσκυνημάτων.

Σε απάντηση της Γαλλίας που προσεπάθησε να ανατρέψει το Status quo στους αγίους τόπους σε βάρος των Ελληνορθόδοξων, η συνθήκη των Παρισίων, στο άρθρο 9, με σαφήνεια ορίζει ότι: «… Εξυπακούεται ότι σε καμία περίπτωση δεν δίνεται το δικαίωμα στις εν λόγω δυνάμεις ν’ αναμιχθούν είτε συλλογικά είτε μεμονωμένα στις σχέσεις της αυτού μεγαλειότητος του σουλτάνου με τους υποτελείς του ή στην εσωτερική διοίκηση της αυτοκρατορίας του…».

Με την συνθήκη του Βερολίνου (1/13 Ιουλίου 1878) και συγκεκριμένα με τα άρθρα 62 και 63 δίνονται ίσα δικαιώματα σε όλους τους υπηκόους της οθωμανικής αυτοκρατορίας ανεξαρτήτως θρησκεύματος, κατοχυρώνεται το προσκυνηματικό καθεστώς στους αγίους τόπους και διασφαλίζεται η προστασία του κλήρου, των προσκυνημάτων και των διπλωματικών εκπροσώπων. Η δε καταλυτική φράση υπέρ των δικαιωμάτων και προνομίων των Ελληνορθόδοξων στα πανάγια προσκυνήματα ορίζει ότι «… καμία αλλοίωση δεν μπορεί να επέλθει στο προσκυνηματικό καθεστώς (status quo) των αγίων τόπων».

Ο νόμος με τον οποίο διοικείται σήμερα το ελληνορθόδοξο πατριαρχείο των Ιεροσολύμων υπεγράφη υπό του Ιορδανού βασιλέως Ζουσεΐν Ιμπν Ταλάλ, στις 26 Μαρτίου του 1958, επί της πατριαρχείας του Ιεροσολύμων Βενέδικτου. Είναι χρονολογικά το τελευταίο επίσημο νομοθέτημα που διασφαλίζει τον ελληνορθόδοξο χαρακτήρα του πατριαρχείου των Ιεροσολύμων και τα προαιώνια προνόμια των Ελληνορθόδοξων αγιοταφιτών επί των παναγίων προσκυνημάτων στην αγία γη.

Ο νόμος αυτός διαιρείται σε εννέα μέρη και στα 35 άρθρα του διαλαμβάνει τα σχετικά με τα καθήκοντα του πατριάρχου, την συγκρότηση και τα καθήκοντα της ιεράς συνόδου, την δομή και λειτουργία του λεγομένου μικτού συμβουλίου και των κοινοτικών τοπικών συμβουλίων, την εκλογή και τον διορισμό του πατριάρχου, των μητροπολιτών και των ποιμαινόντων επισκόπων, τα περί της παύσεως πατριάρχου και τοποτηρητού του πατριαρχικού θρόνου, τα της υποστάσεως και εσωτερικής λειτουργίας και συγκροτήσεως της αγιοταφικής αδελφότητος και τέλος, διάφορες οικονομικές και διοικητικής φύσεως διατάξεις.

Από όσα παραπάνω λεπτομερώς αναφέραμε, νομίζουμε ότι γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι ο Ελληνορθόδοξος χαρακτήρας του πατριαρχείου Ιεροσολύμων και τα δικαιώματα και προαιώνια προνόμια των Ελληνορθόδοξων επί των παναγίων προσκυνημάτων στους αγίους τόπους παραμένουν στα χέρια των Ρωμιών ως εκ θαύματος Θεού. Δεν κινδυνεύουν τόσο από εξωτερικούς παράγοντες, όσο από τις πράξεις και τις παραλείψεις των ημετέρων, οι οποίοι πολλές φορές κατά το παρελθόν αλλά και σήμερα ανοίγουν οι ίδιοι την κερκόπορτα. Όχι άλλες κερκόπορτες…

 

πηγή