ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ
Είμαι 24 χρόνων. Σας γράφω απ’ το κελί της φυλακής. Μου έλειψε τρομερά η αγάπη στην παιδική μου ηλικία. Οι γονείς μου φιλονικούσαν και φοβόμουν τόσο πολύ, πού έφευγα για μερικές μέρες απ’ το σπίτι. Έκλεβα για να φάω. Τόσο μου έλειψε η αγάπη και μάλιστα στη νεανική μου ηλικία, πού κατέφευγα στα ναρκωτικά. Αλλά σταμάτησα, ύστερα από 7 μήνες που ήμουν στη φυλακή. Δέχτηκα τότε να ζω μ’ αυτή την έλλειψη της αγάπης στα βάθη της καρδιάς μου. Ήλπιζα ότι με τον καιρό θα ‘βρισκα λίγη απ’ αυτή.
Όταν βγήκα από τη φυλακή, βρήκα εργασία σ’ ένα εργοστάσιο. Ήμουν πολύ ευχαριστημένος κι είχα ευθύνη. Ό προϊστάμενος μου μου έλεγε πως με θεωρούσε σαν παιδί του. Του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη, αν και δεν μου έδινε ποτέ τον μισθό που συμφωνήσαμε και δεν ήθελε να υπογράψει συμφωνητικό. Μου έλεγε ότι τα οικονομικά του δεν πήγαιναν καλά και τον πίστευα… ως την ημέρα που μ’ απέλυσε χωρίς να μου εξηγήσει τον λόγον, χωρίς να μ’ εξοφλήσει. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε, γιατί δεν είχα που να στηριχτώ.
Το συνδικάτο μου είπε ότι το αφεντικό ήταν ψυχικά άρρωστο.Το μίσος μου γι’ αυτόν τον προϊστάμενο μ’ έκανε να θέλω να τον εκδικηθώ κλέβοντας κι αυτόν και άλλους. Τριάντα μήνες έκανα αυτή τη δουλειά, χωρίς συναίσθηση του τι κάνω. Νόμιζα ότι το χρήμα ήταν μία πρόχειρη λύση για όλα τα προβλήματα. Αλλά τους 20 τελευταίους μήνες υπέφερα πάρα πολύ.
Διαπίστωσα τον κίνδυνο κι όμως δεν σταμάτησα τις κλοπές. Προς τι να σταματήσω τώρα πια; Σκεπτόμουν πως η σύλληψη μου ήταν αναπόφευκτη. Ας κάνω ό,τι μπορώ, όσο ακόμη είμαι ελεύθερος. Ζούσα με συνεχή φόβο, ημέρα και νύχτα. Κάθε φορά πού χτυπούσε το κουδούνι έτρεμα. Απέφευγα τους αστυνομικούς. Δεν μπορούσα πια να κοιτάξω τους ανθρώπους στα μάτια. Νόμιζα ότι οι κλεψιές μου ήταν γραμμένες με κόκκινα γράμματα στο μέτωπο μου. Δεν μιλούσα πια. Σχεδόν δεν έτρωγα. Ξύπναγα από τους εφιάλτες…
Την ημέρα της συλλήψεως μου είχα την εντύπωση ότι με απάλλασσαν από ένα βαρύ φορτίο… Όταν βρέθηκα μέσα σε τέσσερις τοίχους, τότε μόνο άρχισα ν’ αντιλαμβάνομαι το μέγεθος του κακού που έκανα και να διερωτώμαι πόσο καιρό θα έμενα στη φυλακή. Έκλαιγα αδιάκοπα τις δύο πρώτες ήμερες. Δεν καταλάβαινα τι μου είχε συμβεί. Ήθελα ν’ αυτοκτονήσω!…
Ένα ημερολόγιο με ρητά του Ευαγγελίου ήταν κρεμασμένο στον τοίχο. Έγραφε ότι ο Χριστός ήλθε «ζητησαι και σώσαι τo απολωλός». Τότε, καθώς δεν είχα τίποτε να χάσω, γονάτισα κλαίγοντας και προσευχήθηκα μες στην απελπισία μου. Έλεγα στον Θεό: «”Αν υπάρχεις και θέλεις να σώσεις τους χαμένους, αποκαλύψου και σε μένα!» Δεν μπορώ να προσδιορίσω καθαρά τι συνέβη ενώ προσευχόμουν. Ήταν σαν ένα αόρατο χέρι να παίρνει όλα μου τα βάσανα και μου ‘δινε μια καινούργια καρδιά.
Ένιωσα μια γαλήνη, που ποτέ άλλοτε δεν είχα νιώσει. Δεν μπορούσα να εξηγήσω αυτή την απότομη αλλαγή. Από τότε, δεν μπορούσα ν’ αρνηθώ την ύπαρξη του Θεού. Για να τον γνωρίσω ζήτησα μια Καινή Διαθήκη. Είχα την πεποίθηση ότι έπρεπε να ομολογήσω όλες τις κλεψιές μου κι όχι μόνο εκείνες πού μ’ ανάγκασαν να πω. Ήταν πολύ δύσκολο. Αλλά ξαλάφρωσα…
Είχα τύψεις, γιατί αδίκησα πολλούς ανθρώπους. O Πανάγαθος μ’ ενέπνευσε να γράψω ένα γράμμα στον καθένα ζητώντας του συγγνώμη. Πήρα μέχρι σήμερα περισσότερες από 30 απαντήσεις, πολύ ευγενικές. Όπως: «Σε συγχωρούμε, αν και χάσαμε για πολλές νύχτες τον ύπνο μας απ’ τον φόβο μας». «Απέσυρα τη μήνυση απ’ την αστυνομία». «Τα ξεχνώ όλα». «Θα έλθω να σ’ επισκεφθώ». «Να έλθω να μας επισκεφθείς, όταν βγεις απ’ τη φυλακή. Υπάρχει πάντα μια θέση για σένα στο τραπέζι μας»…
Τα Χριστούγεννα πήρα και καμιά δεκαριά δώρα απ’ αυτούς. Επωφελήθηκα απ’ τη φυλάκιση μου. Είναι πολύ λιγότερο επώδυνο να υπομείνεις τη φυλάκιση του σώματος, παρά της συνειδήσεως… Σκοπός μου είναι να πείσω κι άλλους γι’ αυτή την ανακάλυψη μου.
Απόδ. ΟΥΡ. ΜΠΟΝΗ